Skip to main content

Ποιος ήταν ο Μίμης Δομάζος

Ο Μίμης Δομάζος ήταν ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η ανεπίσημη πρεμιέρα του Δομάζου με τα πράσινα ως δεξί εξτρέμ έγινε σε φιλικό αγώνα εναντίον της ΑΕΚ (0-2) για το Κύπελλο των Χριστουγέννων, που διεξήχθη στις 26 Δεκεμβρίου 1958. To 1959 ο τότε προπονητής των «πρασίνων», Σβέτισλαβ Γκλίσοβιτς εισηγήθηκε την απόκτηση του, και σε ηλικία 17 ετών μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό. Με το τριφύλλι στο στήθος κατέκτησε συνολικά 13 τίτλους και ήταν αρχηγός της ομάδας για περίπου 15 χρόνια, ενώ κορυφαία στιγμή ήταν η συμμετοχή στον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 στο Γουέμπλεϊ, απέναντι στον Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ.

Στο “τριφύλλι” έκανε σπουδαία καριέρα και δικαίως θεωρείται ως ένας εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών που φόρεσαν τη φανέλα του αθηναϊκού συλλόγου. Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε συνολικά σε 502 αγώνες πρωταθλήματος, επίδοση που τον κατατάσσει πρώτο σε συμμετοχές στην ιστορία των “πρασίνων”. Συνολικά έχει καταγράψει 536 συμμετοχές στο πρωτάθλημα (με Παναθηναϊκό και ΑΕΚ) και βρίσκεται στην πρώτη θέση όλων των εποχών σε παρουσίες και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει πλέον περισσότερα από 30 χρόνια, παραμένει στην κορυφή του σχετικού πίνακα. Με τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ κατέκτησε συνολικά 14 τίτλους.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με δήλωσή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποχαραίτησε τον στρατηγό του ελληνικού ποδοσφαίρου:

«Μαζί με το ελληνικό ποδόσφαιρο και τους φιλάθλους όλων των ομάδων, αποχαιρετώ και εγώ τον «στρατηγό» Μίμη Δομάζο. Τον ποδοσφαιριστή που, ξεκινώντας από τις αλάνες των Αμπελοκήπων, έμελλε να αποθεωθεί στο Wembley και να καταγραφεί στην αθλητική Ιστορία ως ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών. Η εμβέλειά του ξεπέρασε τις οπαδικές περιχαρακώσεις, τιμώντας τις φανέλες με το τριφύλλι και το εθνόσημο. Ενώ και μετά τη θητεία του στα γήπεδα παρέμεινε σε αυτά, εμπνέοντας νεαρούς αθλητές. Ο Μίμης Δομάζος υπήρξε σύμβολο της ευφυίας, της αγωνιστικότητας και του ήθους στο ποδόσφαιρο. Και έτσι θα μείνει για πάντα. Τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στη σύζυγο και τις κόρες του».

Με δικά του λόγια

Τα πρώτα ποδοσφαιρικά παπούτσια: «Ήμουν 12 χρόνων όταν με βρήκε, κυριολεκτικά, στο δρόμο να παίζω μπάλα ο πρόεδρος της Άμυνας Αμπελοκήπων, Μανώλης Πιτσιανούδης. Κι όχι με πήρε στην ομάδα του, αλλά την άλλη μέρα με πήγε στο κατάστημα Αθλητικών ειδών του Κλεάνθη Μαρόπουλου να μου αγοράσει ποδοσφαιρικά παπούτσια! Στη ζωή μου πήρα πολλές χαρές, αλλά εκείνη, την ώρα που δοκίμαζα τα νέα μου αποκτήματα δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Το βράδυ τα πήρα μαζί μου στο κρεβάτι».

Για το σχολείο: «Αν δεν έπαιζα μπάλα, θα γινόμουν τορναδόρος. Πήγαινα στη Σεβαστοπούλου. Τεχνική σχολή, δίπλα από το γήπεδο, δίπλα από το Γυμνάσιο. Αλλά ζούσα μόνο για το ποδόσφαιρο. Στο σχολείο, ποτέ δεν διάβαζα. “Να τον κάνεις λούστρο”, έλεγε ο διευθυντής στη μάνα μου».

Το πάθος του για τη νίκη: «Δούλευα πολύ με το μυαλό. Σε κάθε αγώνα, έχανα τέσσερα κιλά. Δεν κοίταγα να ευχαριστηθώ τη μπάλα. Κοίταγα να κερδίσω τον αντίπαλο. Μπαίνοντας στο γήπεδο, είχα στο μυαλό μου να βοηθήσω τους συμπαίκτες μου, να κερδίσουμε και να είμαι ο πρώτος. Πήγαινα όπου πήγαινε η μπάλα. Ο Αχιλλέας ο Ασλανίδης είχε πει ένα ωραίο: “Όταν η μπαλιά ήταν διεκδικήσιμη, ακόυγαμε συνέχεια μια φωνή, άστην, άστην, άστην. Ήταν ο Δομάζος”. Κλώτσαγα τους συμπαίκτες μου, γιατί δεν ήθελα να χάνω! Όταν έχανα, δεν έβγαινα από το σπίτι μου για τρεις ημέρες. Δεν άντεχα την καζούρα. Και όταν έπαιζαν καλά οι αντίπαλοι, αναλάμβανα να χαλάσω το παιχνίδι. Με τσακωμούς, με οτιδήποτε.

Για τον Πούσκας: «Την αξιοπρέπεια που δεν είχαμε, μας την είχε δώσει ο Φέρεντς Πούσκας. Τι να πρωτοθυμηθώ γι ‘αυτόν. Μας είχε πει: έντεκα αυτοί, έντεκα κι εσείς. Αν χάσετε δεν θα σας ακούσει κανείς, αν κερδίσετε, όμως, θα σας ακούσει όλος ο κόσμος. Παρά το μεγάλο όνομά του, έπαιζε μαζί μας. Είχε απίστευτο αριστερό πόδι. Πηγαίναμε στο κλειστό της Λεωφόρου, έστηνε τη μπάλα στο έδαφος και έβαζε καλάθια με το πόδι. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος».

Για το παιχνίδι με την Έβερτον: «Όταν παίζαμε με την Έβερτον στο Λιβερπουλ έβρεχε πάρα πολύ. Η Έβερτον μας πίεζε πάρα πολύ από το πρώτο λεπτό του αγώνα. Ενώ έχουν λιώσει και πιέζουν όλο και περισσότερο, σε μια φάση διαρκείας ξαφνικά ακούγεται μια φωνή. Ήταν ο Φραγκίσκος ο Σούρπης που φώναζε για να μας εμψυχώσει: Μην φοβάστε, με τον Ηλυσιακό παίζουμε».

Για τον τελικό στο Γουέμπλεϊ: «Όταν βρέθηκα στο μεγάλο αυτό γήπεδο, είχα σχεδόν τη βεβαιότητα ότι το Κύπελλο ήταν δικό μας. Ο Άγιαξ, τότε, δεν ήταν η ομάδα που έγινε ύστερα από τρία χρόνια. Ήταν μέσα στις δυνατότητές μας να τον νικήσουμε. Ξεκινήσαμε όμως με ένα σε βάρος μας γκολ, σχεδόν, από τα αποδυτήρια κι οι Ολλανδοί που ήταν πιο πεπειραμένοι σε τέτοιου είδους συναντήσεις καταφέρανε με αυτό το γκολ να πάρουν το Κύπελλο».

Για τον Αντωνιάδη: «Με τον Αντωνιάδη, είχαμε κάνει καλό δίδυμο. Δεν του έδινα ποτέ τη μπάλα όταν ήταν «πλάτη» στο τέρμα. Τον έψαχνα να του τη στρώσω, στo ένα-δύο».

Για τον εγωϊσμό του: «Εγωιστής ήμουν στο γήπεδο. Έξω από αυτό, είχα άλλο χαρακτήρα. Βέβαια, και σε πολλά ζητήματα εκτός γηπέδου είμαι εγωιστής και έχω κάνει κακό στον εαυτό μου. Πάντα, όμως, αυτό που θέλω να πω, θα το πω».

Για το Μουντιάλ που δεν έπαιξε: «Το μόνο που δεν κατάφερα είναι να αγωνιστώ σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Οι παλιότεροι ξέρουν την ιστορία με τη μπλούζα που μου στέρησε τη δυνατότητα να παλέψω για την πρόκριση στο Μουντιάλ. Στο ξενοδοχείο, οι φροντιστές είχαν ξεχάσει να μου φέρουν το πάνω μέρος της φόρμας και εμφανίστηκα μπροστά στον προπονητή με μια απλή φανέλα. Ακολούθησε ο εξής διάλογος με τον Νταν Γεωργιάδη:
-Γιατί, κύριε, δεν φοράτε τη φόρμα σας;
-Δεν μου την έφερε ο φροντιστής, κύριε.
-Να πάτε να βρείτε τον φροντιστή να σας δώσει τα ρούχα σας, κύριε.
-Όπως έφερε και στους άλλους, να τα φέρει και σε μένα.
-Τότε, να φύγετε, κύριε.
Μετά από αυτό, ακολούθησε ο αποκλεισμός μου από τον κρίσιμο αγώνα με την Ρουμανία. Aν τα κατάφερνε, εκείνη η Εθνική, πολλά παιδιά από μας θα έπαιρναν μεταγραφή στο εξωτερικό, αν και ερασιτέχνες».