Αν ο τίτλος σας είναι γνωστός, ίσως είναι επειδή είχατε την ευκαιρία να διαβάσετε το υπέροχο δοκίμιο του κριτικού και συγγραφέα John Berger, Γιατί να κοιτάμε τα ζώα, από τις εκδόσεις Κυαναυγή. Μπορεί επίσης απλώς να σας θυμίζει μία από τις πολλές ερωτήσεις που θα παραμείνουν αναπάντητες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σας, αν έχετε ποτέ αναρωτηθεί κάτι τέτοιο. Ίσως η ερώτηση σας έρχεται στο μυαλό αυτή τη στιγμή, καθώς την βλέπετε τυπωμένη πιο καθαρά εδώ παρά να περιπλανιέται στον απέραντο χώρο του νου. Όπως και να έχει, επιτρέψτε μου να σας δείξω ότι αυτή είναι μια από τις λίγες υπαρξιακές ερωτήσεις που βρίσκουν την απάντησή τους σε μια καθημερινή συνήθεια που κάνουμε όλοι μας: το να κοιτάζόμαστε στον καθρέφτη.


Το βλέμμα του ανθρώπου πηγάζει πάντα από την αγάπη ή τον φόβο, και από αυτά τα δύο συναισθήματα οι προεκτάσεις του είναι απεριόριστες και πολλές, όπως οι λεπτές κόκκινες φλέβες πάνω στον λευκό κερατοειδή χιτώνα μετά από πολύωρη παρατήρηση. Υπάρχει όμως και ένα ουδέτερο, και απολύτως ανθρώπινο βλέμμα, αυτό της αδιαφορίας. Το ζώο παρακολουθεί τον άνθρωπο με απορία, αλλά μοιράζεται επίσης το βλέμμα του φόβου. Στο ζώο είναι μια αντίδραση σε ένα σήμα, σε μια μυρωδιά, ενώ στον άνθρωπο είναι ενστικτώδης. Υπάρχει μια μοναδική στιγμή στη ζωή των ζώων κατά την οποία αποκτούν αυτό το ανθρώπινο βλέμμα αδιαφορίας, και συμβαίνει κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης αιχμαλωσίας.




Όπως σωστά αναφέρει ο Berger στο δοκίμιό του, οι ζωολογικοί κήποι —κατά τη γνώμη μου, οποιοδήποτε μέρος όπου τα ζώα είναι στριμωγμένα— είναι τεχνητοί χώροι, σε κάθε περίπτωση. Το περιβάλλον είναι ψεύτικο, δεν τα περιβάλλει τίποτα, εκτός από τη δική τους νωχελικότητα ή υπερδραστηριότητα. Δεν έχουν τίποτα να κάνουν, εκτός από το να φάνε και, περιστασιακά, το ταίρι που τους παρέχεται για ζευγάρωμα. Ως εκ τούτου, οι επαναλαμβανόμενες πράξεις τους μετατρέπονται σε πράξεις, χωρίς κανένα σκοπό. Οι αντιδράσεις τους σε ό,τι συμβαίνει γύρω τους, ακόμη και στο κοινό μπροστά τους, είναι αδιάφορες.




Όταν κοιτάζουμε τον καθρέφτη για μεγάλο χρονικό διάστημα, το βλέμμα, αρχικά γεμάτο αγάπη, φόβο ή αδιαφορία, μετατρέπεται σε ένα άλλο είδος βλέμματος, ένα εντελώς νέο: αυτό εκείνου που προσπαθεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Κι εμείς ζούμε στη δική μας αιχμαλωσία, αλλά, σε αντίθεση με τα ζώα, τα οποία ο άνθρωπος έχει αιχμαλωτίσει, εμείς έχουμε αποφασίσει να κλειστούμε, αδρανείς ή υπερδραστήριοι, στο δικό μας ζωολογικό κήπο, πάντα τεχνητό, πάντα απατηλό. Και, ως εκ τούτου, το βλέμμα μας γίνεται αδιάφορο για όλα όσα μας περιβάλλουν.






Μέσα στα όρια που έχουμε θέσει για τον εαυτό μας είμαστε ελεύθεροι, αλλά χωρίς να ξεχνάμε εντελώς ότι έχουμε περιοριστεί. Αντίθετα, το ζώο, στο οποίο έχουμε αφαιρέσει την ελευθερία του, αδιάφορο όπως και εμείς για τον κόσμο που το περιβάλλει, διατηρεί ακόμα εκείνη την αθωότητα στο βλέμμα του που προκαλεί και θα προκαλεί πάντα στον άνθρωπο μια βαθιά νοσταλγία. Κοιτάζουμε αυτό που έχουμε χάσει.
Τα πορτρέτα των ζώων που παρουσιάζονται εδώ έχουν τραβηχτεί σε διάφορα δημοτικά καταφύγια της Βαλένθια κατά τη διάρκεια τεσσάρων ετών από τον Ραούλ Μπελίντσον, με την επιθυμία να αναγνωριστούν.