Στα τέλη του καλοκαιριού του 1975, το τρίτο στούντιο άλμπουμ του Bruce Springsteen, Born to Run, κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία και ανέβηκε γρήγορα στα charts του Billboard, φτάνοντας στο νούμερο τρία. Στον δίσκο είχαν χαραχτεί οι αριστουργηματικοί στίχοι και οι μουσικές συνθέσεις που ξεδιπλώνονταν σαν μια τραγωδία σε οκτώ πράξεις. Το εμβληματικό εξώφυλλο έγινε από τον φωτογράφο Eric Meola με τον Springsteen να ακουμπάει στην πλάτη του σαξοφωνίστα Clarence Clemons. «Μπορώ να το ακούσω τώρα, 50 χρόνια μετά, και να σκεφτώ ότι κάθε νότα και κάθε λέξη είναι ακριβώς στη σωστή θέση», λέει ο Peter Ames Carlin, βιογράφος του Springsteen και συγγραφέας του νέου βιβλίου Tonight in Jungleland: The Making of Born to Run. Το άλμπουμ συνεχίζει να προσελκύει το κοινό με συνολικές πωλήσεις που εκτιμώνται σε επτά εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία πενήντα χρόνια και έχει καταχωρηθεί για την πολιτιστική του σημασία στο Εθνικό Μητρώο Ηχογραφήσεων της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου.


Σε οκτώ κομμάτια διάρκειας 39 λεπτών με γρήγορο ρυθμό, η βραχνή φωνή του Springsteen και οι στίχοι του ζωγραφίζουν ζωντανές εικόνες, γεμάτες αλληγορία και ποίηση. Το Thunder Road μιλάει για το μονοπάτι που ακολουθεί κανείς για να πετύχει, το Tenth Avenue Freeze-Out για τη δημιουργία μιας μπάντας, το Night για τα όνειρα ενός υπαλλήλου με ωράριο 9-5, το Backstreets για την απώλεια της φιλίας, το Born to Run για την αναζήτηση του αμερικανικού ονείρου, το She’s the One την αναζήτηση του έρωτα, το Meeting Across the River τον επικίνδυνο τρόπο με τον οποίο κερδίζονται τα εύκολα χρήματα και τέλος, το Jungleland, την τελευταία μάχη του ήρωα.

Ο Springsteen έχει δηλώσει ότι τα τραγούδια είναι «μια σειρά από σκηνές που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια μιας μακράς καλοκαιρινής ημέρας και νύχτας». Το άλμπουμ παραμένει μοναδικό, ακόμη και σήμερα, 50 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν μια περίοδος αναταραχής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρισκόταν σε οικονομική ύφεση και αντιμετώπιζε τις πολιτικές συνέπειες του σκανδάλου Watergate και του πολέμου του Βιετνάμ. Με αυτό το φόντο, ο 25χρονος μουσικός από το Νιου Τζέρσεϊ ξεκίνησε να γίνεται ροκ σταρ.

The Boss is here
Ο «The Boss» θα τα κατάφερνε με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί εκείνη την εποχή. Ο παγκοσμίου φήμης ερμηνευτής, μουσικός και συγγραφέας ιστοριών της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων – ο βάρδος της Αμερικής – έχει πουλήσει περισσότερα από 140 εκατομμύρια άλμπουμ. Οι κριτικοί τον έχουν συγκρίνει με τον Τζον Κητς, τον Γουόλτ Γουίτμαν, ακόμη και με τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ένα πορτρέτο του Springsteen από τον φωτογράφο Άλμπερτ Γουάτσον, που δημοσιεύθηκε στο εξώφυλλο του Rolling Stone το 2009, έχει ομοιότητες με την εντυπωσιακή πόζα του Σαίξπηρ στο «Πορτρέτο του Chandos» του 1610 περίπου. Και οι δύο άνδρες έχουν ατημέλητα μαλλιά, ψηλό γιακά και σκουλαρίκια στο αριστερό αυτί.

Το Born to Run ξεκινά στην βεράντα του σπιτιού της Mary με μια σκηνή που θυμίζει θεατρική σκηνογραφία. Μπορεί κανείς να φανταστεί το φόρεμά της να ανεμίζει στον αέρα και σχεδόν να ακούσει τις νότες ενός τραγουδιού του Roy Orbison να παίζουν στο ραδιόφωνο, μαζί με τις εκκλήσεις του νεαρού κιθαρίστα που την παρακαλεί να του δώσει μια ευκαιρία να ξεκινήσει την καριέρα του και να αφήσουν πίσω τους την «πόλη των χαμένων». Το άλμπουμ κλείνει με μια μπλουζ μπαλάντα με ένα σόλο σαξοφώνου διάρκειας πάνω από δύο λεπτών και, στο τέλος, τις αγωνιώδεις κραυγές του Springsteen. Η ιστορία περιγράφει με αλληγορίες τις προσπάθειες του ίδιου του καλλιτέχνη να κάνει το μεγάλο άλμα ως μουσικός.

Δύο χρόνια πριν από την κυκλοφορία του Born to Run, τα δύο πρώτα άλμπουμ του Springsteen, Greetings from Asbury Park, N.J. και The Wild, the Innocent & the E Street Shuffle, είχαν κερδίσει καλές κριτικές αλλά δεν κατάφεραν να πουλήσουν. Το πρώτο άλμπουμ πούλησε κάπου στις 20.000 αντίτυπα, και το δεύτερο είχε επίσης τις ίδιες χαμηλές πωλήσεις. Η δισκογραφική του εταιρεία, Columbia Records, ήλπιζε σε κάτι καλύτερο. Μια ομάδα στελεχών της εταιρείας σκέφτηκε τον Ιανουάριο του 1974 να περιορίσει τις απώλειες και να εγκαταλείψει τον Springsteen. Ήταν η περίοδος που έπρεπε να αποδείξει τα πάντα και τα πάντα μπορούσαν να πάνε στραβά.
Πως έγινε το Born to Run
Στα τέλη του καλοκαιριού του 1974, τα ανώτατα στελέχη της Columbia Records φαινόταν να μην ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την προώθηση των άλμπουμ του. Ωστόσο, χάρη στην πρωτοβουλία του φιλόδοξου παραγωγού Mike Appel, ο οποίος είχε στείλει αντίγραφα του νέου single του Springsteen, Born to Run, σε DJ σε όλη τη χώρα, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί άρχισαν να παίζουν τον ξέφρενο ύμνο με την εντυπωσιακή εισαγωγή των ντραμς. Εν τω μεταξύ, τα μέλη της μπάντας του Springsteen ανανεώνονταν. Στις αρχές του 1974, η μπάντα περιλάμβανε τον πιανίστα David Sancious, τον σαξοφωνίστα Clarence Clemons, τον μπασίστα Garry Tallent, τον ντράμερ Ernest Carter και τον Danny Federici με το χαρακτηριστικό του γκλόκενσπιλ, ένα μικρό μεταλλόφωνο, συνδεδεμένο με το Hammond του. Μήνες αργότερα, ο πιανίστας Roy Bittan και ο ντράμερ Max Weinberg αντικατέστησαν τους Sancious και Carter, σηματοδοτώντας την αρχή της Springsteen’s E Street Band, η οποία θα παρέμενε η ίδια για το μεγαλύτερο μέρος των επόμενων πέντε δεκαετιών. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 1975 στο 914 Sound Studios στο Blauvelt της Νέας Υόρκης.




Οι ηχογραφήσεις ήταν εξαντλητικές και πολλές φορές διαρκούσαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. «Με απασχολούσε ένα πράγμα, να φτιάξω έναν απολύτως εξαιρετικό ροκ εν ρολ δίσκο», είπε ο Springsteen στον Carlin. «Ό,τι συμβεί μετά, δεν το ελέγχω. Αλλά έχω την ευκαιρία να κάνω ένα δίσκο. Και θέλω να κάνω το καλύτερο ροκ εν ρολ, φίλε. Θέλω να κάνω το τελευταίο ροκ εν ρολ άλμπουμ που θα χρειαστείς να ακούσεις ποτέ». Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, οι στίχοι εξελίχθηκαν, οι εισαγωγές τελειοποιήθηκαν και η ατμόσφαιρα και το σκηνικό των τραγουδιών πήραν μορφή. Αντλώντας έμπνευση από τις μουσικές επιρροές του – Chuck Berry, Fats Domino, Bo Diddley, Sam Cooke, Elvis Presley και Wilson Pickett, καθώς και τον Phil Spector και τον Brian Wilson, αλλά και τις ταινίες Β και τις ταινίες νουάρ που του άρεσαν – ο Springsteen προσπάθησε σκληρά να βρει τους σωστούς ήχους και τις σωστές νότες από τους μουσικούς του. Για ώρες και μέχρι το πρωί, ο Clemons δούλευε και ξαναδούλευε το σόλο του σαξοφώνου στο «She’s the One». Ο Springsteen είπε στον Carlin την ψυχολογική του κατάσταση: «Ένιωθα απελπισμένος, ξέρεις. Αυτός ήμουν. Ήμουν αυτός ο απελπισμένος χαρακτήρας: απελπισμένος να αναγνωριστώ, να ακουστώ, να με δουν. Απλά να ξεπεράσω αυτό που ένιωθα ότι ήταν η απαίσια αρχή της ζωής μου. Έτσι, κυνηγούσα αυτή την υπέρβαση. Και το μέσο για να το πετύχω ήταν η μουσική που έγραφα και οι συναυλίες που έδινα».

Η προθεσμία για το άλμπουμ, η 20η Ιουλίου, πλησίαζε. Ο δίσκος έπρεπε να είναι στα καταστήματα για το κοινό που θα επέστρεφε στο πανεπιστήμιο τον Σεπτέμβριο, και η μπάντα έπρεπε να είναι στο δρόμο για την προωθητική της περιοδεία. Δούλεψαν μέχρι την τελευταία στιγμή, όλη τη νύχτα και μέχρι το πρωί της 20ης. Ο Carlin περιγράφει τις τελευταίες ώρες στο βιβλίο του: «Η δουλειά είχε απλωθεί σε όλα τα στούντιο και τους ορόφους του Record Plant, με τη μίξη να γίνεται σε ένα δωμάτιο, το σαξόφωνο του «Jungleland» σε ένα άλλο και το υπόλοιπο συγκρότημα να κάνει πρόβες για την περιοδεία σε ένα τρίτο. Όταν ο Bruce μπήκε τελικά στην αίθουσα πρόβας, έβαλε την Telecaster του και πήρε τη θέση του στο κέντρο, η ηχογράφηση του Born to Run είχε επίσημα ολοκληρωθεί».
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 25 Αυγούστου 1975. Μέχρι τον Οκτώβριο, οι πωλήσεις του άλμπουμ είχαν φτάσει τις 500.000 αντίτυπα, κερδίζοντας χρυσό δίσκο. Αργότερα εκείνο το μήνα, στις 27 Οκτωβρίου 1975, ο Springsteen πέτυχε αυτό που είχε βάλει ως στόχο: να γίνει ροκ σταρ, εμφανιζόμενος στα εξώφυλλα των περιοδικών Newsweek και Time. Στο βιβλίο του, ο Carlin περιγράφει τι συνέβη την ημέρα που τα δύο περιοδικά βγήκαν στα περίπτερα. Ο κιθαρίστας Steven Van Zandt, που είχε ενσωματωθεί στο συγκρότημα κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, ήταν ο πρώτος που πήρε αντίτυπα για τα μέλη της περιοδείας και τα έφερε στον Springsteen στην πισίνα του ξενοδοχείου όπου έμεναν στο Λος Άντζελες. «Τον φρίκαρε», λέει ο Carlin. «Στο Time, είναι η νέα αίσθηση του ροκ, ενώ το Newsweek ήταν πολύ πιο επιφυλακτικό. Εστίασαν σε όλα τα βιομηχανικά στοιχεία που τον έκαναν ροκ σταρ. Πώς ήταν δυνατόν αυτό το παιδί που μεγάλωσε σε μια άσημη πόλη του Νιου Τζέρσεϊ να είναι τόσο έξυπνο, εκλεπτυσμένο και επιτυχημένο; Δεν είχε νόημα, και αυτό ήταν που σκεφτόταν και ο ίδιος ο Bruce».

«Ένα από τα ενδιαφέροντα πράγματα για τον Bruce», λέει ο Carlin, «είναι ότι είναι διχασμένος ανάμεσα σε δύο εικόνες του εαυτού του. Από τη μία πλευρά, ένιωθε ότι ήταν γραφτό να γίνει αυτός ο εμβληματικός χαρακτήρας. Από την άλλη, τον τρομοκρατούσε η ιδέα ότι ήταν στην πραγματικότητα ένας ψεύτικος… ότι ο κόσμος θα αποφάσιζε ότι ήταν απλώς μια διαφημιστική φούσκα».
Πενήντα χρόνια μετά αποδείχθηκε το αντίθετο. Μέχρι σήμερα, ο Springsteen έχει κυκλοφορήσει περισσότερα από 20 στούντιο άλμπουμ, καθώς και πολυάριθμα box sets, συλλογές και ζωντανά άλμπουμ. Τον Ιούνιο, κυκλοφόρησε το Tracks II: The Lost Albums, μια συλλογή αρχειακών ηχογραφήσεων και σπάνιων εκδόσεων προηγούμενων τραγουδιών του. Έχει κερδίσει 20 Grammy, ένα Όσκαρ, δύο Χρυσές Σφαίρες, ένα Tony και το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας. Τον Οκτώβριο, μια βιογραφική ταινία με πρωταγωνιστή τον Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ, Springsteen: Deliver Me From Nowhere, κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους.
Κάθε Αύγουστο, στην επέτειο του Born to Run, ο Σπρίνγκστιν έλεγε στον Carlin ότι μπαίνει στο αυτοκίνητό του και παίζει το άλμπουμ ενώ οδηγεί στην πόλη του Νιου Τζέρσεϊ όπου ζούσε όταν το έγραψε. Όταν ακούει τις πρώτες νότες του Jungleland, οδηγεί και παρκάρει μπροστά από το μικρό εξοχικό στο Long Branch όπου έγραψε τα τραγούδια. «Λέει ότι απλά κάθεται εκεί και ακούει όλο το Jungleland, αναφέρει ο Carlin «Όταν τελειώνουν οι τελευταίες νότες, τότε φεύγει».