Skip to main content

Κανείς δεν διέταξε την λογοκρισία του Τζίμι Κίμελ. Το ABC πήρε μια «ανεξάρτητη διοικητική απόφαση»: να αναστείλει την εκπομπή του μετά τα αστεία του για τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ. Δεν υπήρξε προεδρικό διάταγμα ούτε επίσημη λογοκρισία. Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών των ΗΠΑ, αρκέστηκε να αναφέρει τα «διαθέσιμα μέτρα» για προβληματικό περιεχόμενο και ακολουθήθηκε η επιχειρηματική λογική. Όλα πολύ φυσιολογικά, πολύ δημοκρατικά, πολύ ελεύθερα. Κανείς δεν διέταξε το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ να στείλει το όνομα της Τζούντιθ Μπάτλερ στις ομοσπονδιακές αρχές. Το Γραφείο για την Πρόληψη της Παρενόχλησης ακολούθησε «τυπικές διαδικασίες» διαβιβάζοντας μια καταγγελία για «υποτιθέμενο αντισημιτισμό» που δεν ερευνήθηκε ποτέ. Το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, έδωσε στην κυβέρνηση Τραμπ τα ονόματα 160 μελών του διδακτικού προσωπικού και φοιτητών στο πλαίσιο μιας έρευνας για «υποτιθέμενα αντισημιτικά περιστατικά», ανάμεσά τους και αυτό της Τζούντιθ Μπάτλερ. Η Μπάτλερ έλαβε μια επιστολή που της ενημέρωνε ότι το όνομά της περιλαμβανόταν σε μια ομοσπονδιακή λίστα. Κανείς δεν είπε στους δημοσιογράφους να μην γράψουν για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά κανείς δεν έγραφε ενώ όλοι γνωριζαν τι γίνεται εδώ και χρόνια, πριν εμφανιστεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Καλώς ήρθατε στον ανώνυμο αυταρχισμό.


Στη δεκαετία του ’50, ο Πολωνός ποιητής Τσέσλαφ Μίλος παρατήρησε πώς οι διανοούμενοι αυτολογοκρινόντουσαν χωρίς άμεση πίεση από το σοβιετικό καθεστώς, προσαρμόζοντας τη συμπεριφορά τους πριν από την παρέμβαση της κυβέρνησης. Ο φόβος μεταμόρφωσε τον εσωτερικό τους κόσμο, επηρεάζοντας τα λόγια και τις σιωπές τους. Το ονόμασε «αιχμάλωτο μυαλό». Σήμερα είμαστε μάρτυρες της κανονικοποίησης ενός μηχανισμού που ο Μίλος θα αναγνώριζε: η εξουσία που ασκείται χωρίς να δείχνει το πρόσωπό της. Η διαφορά είναι ότι οι Πολωνοί διανοούμενοι γνώριζαν ότι ζούσαν υπό δικτατορία. Τα στελέχη του ABC μπορεί να πιστεύουν ειλικρινά ότι πήραν μια ελεύθερη απόφαση, οι πρυτάνεις του Berkeley να αισθάνονται ότι εκπλήρωσαν το επαγγελματικό τους καθήκον και οι έλληνες δημοσιογράφοι ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ ήταν fake news. Αλλά ο ανώνυμος αυταρχισμός λειτουργεί μέσω της ψευδαίσθησης της αυτονομίας. Όταν οι θεσμοί αυτολογοκρίνονται από φόβο, όταν ένας δημοσιογράφος δεν ερευνά σε βάθος ένα σκάνδαλο, και ένα πανεπιστήμιο στέλνει προληπτικές λίστες στην κυβέρνηση, η εξουσία φτάνει στο αποκορύφωμα της εκλεπτυσμένης μορφής της. Δεν χρειάζεται διαταγές ή διατάγματα: γίνεται αόρατη, αυτόματη, «φυσική».
Βλέπουμε σε ζωντανή μετάδοση πώς μια δημοκρατία μετατρέπεται σε αόρατο αυταρχισμό.

Η δημοκρατία αυτοπεριορίζεται για να επιβιώσει, αλλά στη διαδικασία αυτή, παύει να είναι δημοκρατία. Δεν χρειάζεται να λογοκριθούν χίλιοι δημοσιογράφοι: αρκεί να λογοκριθεί ένας, για να γίνει παράδειγμα.

Η υπόθεση Κίμελ δεν αφορά την ελευθερία της έκφρασης, αλλά τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται συναίνεση μέσω του προληπτικού φόβου, δηλητηριάζοντας το ψυχολογικό κλίμα στο οποίο λειτουργούν οι θεσμοί. Η δημοκρατία αυτοπεριορίζεται για να επιβιώσει, αλλά στη διαδικασία αυτή, παύει να είναι δημοκρατία. Δεν χρειάζεται να λογοκριθούν χίλιοι δημοσιογράφοι: αρκεί να λογοκριθεί ένας, για να γίνει παράδειγμα. Έτσι διαστρεβλώνεται η γλώσσα της προστασίας. Ο αγώνας κατά του «ρητορικού μίσους» μετατρέπεται σε μέσο για να σιγήσουν οι πολιτικές κριτικές. Οι διαδικασίες κατά των διακρίσεων μετατρέπονται σε συστήματα επιτήρησης. Η νομοθεσία που προστάτευε το δημόσιο συμφέρον χρησιμεύει τώρα για να πειθαρχήσει τους ενοχλητικούς δημοσιογράφους. Επειδή προκύπτουν «φυσικά» από το σύστημα, δεν φαίνονται ως πολιτικές επιβολές, αλλά ως λογικές συνέπειες αδιαμφισβήτητων αρχών. Ποιος μπορεί να είναι υπέρ του αντισημιτισμού;


Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ένα σύστημα εξουσίας που παρουσιάζεται ως απουσία εξουσίας και λειτουργεί μέσω της «ελεύθερης» απόφασης υποτιθέμενων ανεξάρτητων παραγόντων που ακολουθούν φαινομενικά νόμιμες αρχές. Το πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίσουμε τον μηχανισμό. Κάθε φορά που ένας θεσμός λαμβάνει μια απόφαση που συμπίπτει με τις επιθυμίες της εξουσίας, κάθε φορά που ακολουθούμε τυπικές διαδικασίες που σιωπούν τις ενοχλητικές φωνές, κάθε φορά που αυτολογοκρινόμαστε από προφύλαξη, τροφοδοτούμε τη μηχανή. Ο Μίλος καταλάβαινε ότι ο αιχμάλωτος νους δεν είναι παθητικό θύμα, αλλά ενεργός συνένοχος. Ο νέος αυταρχισμός, μας χρειάζεται για να υπάρχει. Και αυτό, παραδόξως, μπορεί να είναι η αδυναμία του, αλλά και η ελπίδα μας.