Skip to main content

Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε για δεκαετίες κάτι περισσότερο από τραγουδοποιός. Ήταν ο πιο ενοχλητικός μας συγγενής, εκείνος που πάντα κάτι είχε να πει στο οικογενειακό τραπέζι, που σε έκανε να γελάς, να συγκινείσαι, να θυμώνεις, αλλά ποτέ να μην αδιαφορείς. Ήταν ο άνθρωπος που έδωσε ήχο στις αντιφάσεις μας και ρυθμό στις ενοχές μιας ολόκληρης εποχής. Μεγαλώσαμε με τη φωνή του να συνοδεύει την ενηλικίωση μιας χώρας που άλλαζε ρούχα, ιδέες και προσανατολισμούς. Τον πρωτοάκουσα όπως πολλοί της γενιάς μου (του 1968), από τις γιορτές για το Πολυτεχνείο στο σχολείο. Από τότε, η σχέση μου μαζί του έμοιαζε πάντα αμφίθυμη, θαυμασμός και θυμός μαζί. Γιατί ο Σαββόπουλος δεν ήταν ποτέ «εύκολος». Ήθελε να σε ταράξει. Nα σε αναγκάσει να κοιτάξεις πιο βαθιά, πίσω από το τραγούδι. Από το Περιβόλι του Τρελού και το Φορτηγό μέχρι το Κούρεμα και το Χάος, ο Σαββόπουλος δεν τραγουδούσε απλώς, κατέγραφε τις μεταμορφώσεις μας. Ήταν παρών στις ρήξεις, στα όνειρα και στις αυταπάτες μιας Ελλάδας που δεν σταματούσε να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη, άλλοτε με περηφάνια, άλλοτε με ενοχή. Δεν περίμενα ούτε στα όνειρά μου, ότι χρόνια αργότερα θα μου χάριζε ανεκτίμητες στιγμές κουβέντας.

Τον γνώρισα ένα καλοκαίρι στις Σπέτσες. Καθόμασταν στο ίδιο τραπέζι, με τον ήλιο να πέφτει πίσω από τον Φάρο στο Παλιό Λιμάνι και τη θάλασσα να παίρνει εκείνο το γκρίζο–μπλε χρώμα που μοιάζει με σκέψη. Είχα την τύχη να μιλήσω μαζί του, μετά από εκείνη την πρώτη φορά, αρκετά καλοκαίρια στο νησί. Μιλούσε όπως τραγουδούσε. Με παύσεις, ειρωνεία, στοχασμό και ξαφνικές τρυφερότητες. Αντί για έπαρση, είχε μια γοητευτική περιέργεια για τους άλλους. Ρωτούσε, άκουγε, θυμόταν ιστορίες, κι έπειτα τις μετέτρεπε σε κάτι που ακουγόταν σαν στίχος που δεν είχε ακόμη γραφτεί. Από εκείνες τις κουβέντες έφευγα πάντα με την αίσθηση πως δεν μιλούσα απλώς με έναν μεγάλο καλλιτέχνη, αλλά με έναν άνθρωπο που ήξερε να βλέπει τη χώρα μέσα από τα λάθη της.

Για κάποιους, υπήρξε ο σπουδαιότερος ανανεωτής του ελληνικού τραγουδιού. Για άλλους, ένας πρώην επαναστάτης που πέρασε απέναντι. Η αλήθεια είναι πως ο Σαββόπουλος υπήρξε και τα δύο. Ο νέος των ‘60s που έδωσε φωνή στη ριζοσπαστική Ελλάδα, κι ο ώριμος δημιουργός των ‘90s που δεν δίστασε να μας καθρεφτίσει στις αντιφάσεις μας. Από το Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο ως τους Κωλοέλληνες, μας μίλησε με τρυφερότητα και θυμό ταυτόχρονα. Τον κατηγόρησαν για μεταστροφή, για συντηρητισμό, για υπερβολές. Ίσως γιατί ήταν πάντα πιο ειλικρινής απ’ όσο αντέχαμε. Δεν προσποιήθηκε ποτέ τον αλάνθαστο. Επέλεξε να εκτεθεί, να ρισκάρει, να συγκρουστεί με την ίδια του την εικόνα. Σε μια χώρα που αγαπά τις βεβαιότητες, εκείνος διάλεξε την αμφιβολία.

Δεν ξέρω αν ήταν συνεπής. Ξέρω πως ήταν παρών. Παρών όταν χρειαζόταν ποιητικός ρεαλισμός, παρών όταν χρειαζόταν να ειπωθεί το ανείπωτο, παρών και όταν θύμωνε χωρίς φρένο. Άλλοτε προφητικός, άλλοτε τραγικά συμβιβασμένος. Αλλά μέσα σε αυτή τη διαδρομή, μας άφησε τραγούδια που αντέχουν όχι γιατί είναι «σωστά», αλλά γιατί είναι σάρκα από τη σάρκα μας. Ποιος άλλος μίλησε για την ξενιτιά του να μεγαλώνεις εδώ και να νιώθεις κάθε τόσο ξένος ανάμεσα σε δικούς σου; Ποιος άλλος τόλμησε να κοιτάξει τη λαμογιά μας στα μάτια χωρίς να παριστάνει τον ηθικολόγο;

Σκίτσο της Μάριας Μπαχά από το βιβλίο του Δημήτρη Καράμπελα «Διονύσης Σαββόπουλος» (εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)

Το έργο του υπήρξε ένα κράμα επιρροών. Μπομπ Ντίλαν και Βυζαντινή μουσική, Βασίλης Τσιτσάνης και δρόμος, πολιτική και ποίηση. Δανείστηκε, μιμήθηκε, αλλά πάντοτε μεταμόρφωνε. Ότι κι αν δανείστηκε, ότι κι αν «συνέθεσε», στο τέλος ακουγόταν Σαββόπουλος. Ένα αμάλγαμα που για πολλά αυτιά, και για τα δικά μου, έγινε γλώσσα. Ότι έγραφε, στο τέλος ακουγόταν «Σαββόπουλος». Ίσως γι’ αυτό κανείς δεν μπόρεσε να τον αντιγράψει ουσιαστικά, γιατί δεν ήταν ύφος, ήταν στάση.

Ο Σαββόπουλος υπήρξε ο δημιουργός που έμαθε σε πολλές γενιές να στέκονται ανάμεσα στην επανάσταση και τη βολή. Ο άνθρωπος που μίλησε για τη χαρά και την ενοχή του να είσαι Έλληνας, για το προνόμιο και το βάρος μιας ταυτότητας που δεν σταματά να μας ταλαιπωρεί. Το πιο δύσκολο στην περίπτωσή του δεν είναι να τον κρίνεις, είναι να σταθείς απέναντι στον εαυτό σου καθώς τον κρίνεις. Γιατί ο Σαββόπουλος δεν ήταν μόνο μουσική. Ήταν και ένας τρόπος να διαβάζουμε τη χώρα μας. Τον θυμό της, τα ξεσπάσματά της, τις αυταπάτες της, τις στιγμές της χάρης. Ήξερε ότι το τραγούδι δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά μπορεί να σε κάνει να τον κοιτάξεις λίγο πιο καθαρά. Μου έμαθε να ακούω τη μουσική των λέξεων πριν από τις λέξεις κι ας διαφωνώ με πολλές από τις λέξεις του.

Ο θάνατός του είναι μια ορφάνια, όπως πολύ συγκινιτικά τον αποχαιρέτησε ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Μια ορφάνια γιατί έφυγε ο πιο ενοχλητικός μας συγγενής: αυτός που πάντα κάτι είχε να πει στο οικογενειακό τραπέζι, που μας τάραζε με μια ιστορία, μας χάιδευε με μια μελωδία, μας τσίτωνε με μια «ατάκα», μας κέρναγε άλλο ένα ποτήρι αυτοκριτική όταν δεν αντέχαμε άλλη.

Η απώλειά του αφήνει ένα κενό που δεν αφορά μόνο τη μουσική. Αφορά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη δημόσια φωνή, τη διαφωνία, το δικαίωμα στην αντίφαση. Μας θύμιζε πως ο πολιτισμός δεν είναι διακόσμηση. Είναι τριβή, αμφιβολία, πρόκληση. Τον αποχαιρετώ όχι σαν «θρύλο» ή «σύμβολο», αλλά σαν εκείνον τον συγγενή που σε έκανε να αναρωτιέσαι, να εκνευρίζεσαι και τελικά να σκέφτεσαι πιο καθαρά. Γιατί, όσο κι αν άλλαξαν οι εποχές, κάθε φορά που ακούω από το τραγούδι Οι παλιοί μας φίλοι, τη φράση «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει», νιώθω ότι μιλά ακόμα για εμάς.

Ευχαριστώ για τις στιγμές