Η τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου Bugonia, που καταχειροκροτήθηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας, αναμένεται να προσελκύσει το ενδιαφέρον των σινεφίλ, αυτή την πρώτη κινηματογραφική εβδομάδα του Νοεμβρίου. Στο κινηματογραφικό σύμπαν του Γιώργου Λάνθιμου, ο άνθρωπος, δεν είναι ποτέ απλώς άνθρωπος. Είναι ένα πλάσμα εγκλωβισμένο ανάμεσα στην εξουσία και την ανάγκη, στο ένστικτο και την ενοχή, στην παράνοια και τη λογική. Με το Bugonia, ο Έλληνας σκηνοθέτης επιχειρεί ένα ακόμη πείραμα πάνω στη σύγχρονη ψυχή. Μια ιστορία που ξεκινά ως οικολογικό θρίλερ, εξελίσσεται σε φιλοσοφικό ψυχόδραμα και καταλήγει σε καθρέφτη του κόσμου μας. Ενός κόσμου που καταρρέει με κομψότητα, μέσα σε θανατηφόρα χρώματα και απαστράπτοντα ψέματα. Η Έμα Στόουν, μούσα και πια συνένοχη του Λάνθιμου, επιστρέφει ως Μισέλ Φούλερ, μια αμείλικτη CEO εταιρείας φυτοφαρμάκων, ένα πρόσωπο-σύμβολο της «προοδευτικής» εξουσίας που φορά το προσωπείο της ηθικής. Κάθε της λέξη, κάθε χαμόγελο, κάθε διορθωμένη ατάκα (“can we try to diversify the language a little bit?”) είναι μια σάτιρα της εποχής των brands, της εταιρικής ηθικής που βαφτίζει το δηλητήριο βιωσιμότητα. Ο Λάνθιμος δεν χρειάζεται να φωνάξει για να πει το προφανές. Ο κόσμος που δηλώνει ότι σώζει τον πλανήτη είναι ο ίδιος που τον δηλητηριάζει.
Απέναντί της, ο Τζέσι Πλίμονς, ένας μελισσοκόμος που πιστεύει πως η Μισέλ είναι εξωγήινη από τον αστερισμό της Ανδρομέδας. Το σενάριο θα μπορούσε να είναι φάρσα, αν δεν έμοιαζε τόσο επικίνδυνα με την πραγματικότητα. Οι συνωμοσίες, η ψευδαίσθηση της αφύπνισης, ο τρόμος της οικολογικής κατάρρευσης, όλα συμπλέκονται σε ένα παρανοϊκό μανιφέστο για την εποχή της παραπληροφόρησης. Το Bugonia δεν είναι απλώς ένα θρίλερ απαγωγής. Είναι η ίδια η σύγχρονη συνομιλία ανάμεσα στην εξουσία και τον φόβο, στον ρασιοναλισμό και την παράνοια.

Ο Λάνθιμος, πάντα παρατηρητής πίσω από τον φακό, δεν κρίνει, απομονώνει. Οι ήρωές του λειτουργούν σαν δείγματα σε εργαστήριο, όπως στον Αστακό ή στο Poor Things. Μόνο που εδώ η βία είναι πιο ψυχρή, σχεδόν αόρατη, ένα ψυχολογικό ηλεκτροσόκ που δεν χρειάζεται αίμα για να σε ταρακουνήσει. Η γλώσσα, το φως, η σιωπή, όλα συνεργούν σε μια παράξενη συμμετρία. Ο κινηματογράφος του μοιάζει να παρατηρεί τον άνθρωπο όχι από ψηλά, αλλά από αλλού. Από έναν τόπο όπου το ανθρώπινο μοιάζει ξένο, το οικείο απειλητικό, και το όμορφο επικίνδυνο.

Η συνεργασία Στόουν – Λάνθιμος, μετά το The Favourite, το Bleat, το Poor Things και το Kinds of Kindness, έχει πλέον μετατραπεί σε μια μορφή πειραματικής σχέσης. Ηθοποιός και σκηνοθέτης ως δύο άκρα της ίδιας φλόγας. Η Στόουν εδώ δεν υποδύεται απλώς την εξουσία, τη διαλύει από μέσα, αφήνοντας εκτεθειμένο το κενό της. Και ο Λάνθιμος, με τα υπερκορεσμένα χρώματα, το ψυχρό φως, τα σχεδόν αποστειρωμένα βλέμματα, αποκαλύπτει τη μεγαλύτερη ειρωνεία. Ο κόσμος τελειώνει όχι με κραυγές, αλλά με συνέπεια. Όπως είπε κάποτε ο ίδιος, «όλα είναι ένα κοινωνικό πείραμα — απλώς δεν γνωρίζουμε ποιος το τρέχει».
Η Bugonia είναι ίσως η πιο πολιτική ταινία του Λάνθιμου. Όχι γιατί μιλά για οικολογία, αλλά γιατί ανατέμνει τη συλλογική μας ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να σώσουμε τον κόσμο χωρίς να αλλάξουμε τον εαυτό μας. Ο μελισσοκόμος και η CEO είναι δύο όψεις του ίδιου τέρατος. O ένας πιστεύει στη συνωμοσία, η άλλη την πουλά ως στρατηγική βιωσιμότητας. Και στο κέντρο, ο Λάνθιμος, σαν εξωγήινος που παρακολουθεί την ανθρωπότητα να εξηγεί τα πάντα, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα.



