Skip to main content

Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει την τεχνολογία από το οργανωμένο έγκλημα. Και συνήθως δεν την τραβάει η Δημοκρατία. Την τραβάει όποιος έχει το κίνητρο, τα λεφτά και τη γνώση. Γι’ αυτό και η ιδέα ότι ο Σατόσι Νακαμότο, ο αρχιτέκτονας του χρηματοπιστωτικού αναβρασμού του 21ου αιώνα, θα μπορούσε να είναι ο Πολ Λε Ρου, ένας διεθνής εγκληματίας που έκανε τα κράτη να ιδρώνουν, δεν είναι παράλογη.
Είναι απλώς πολιτικά άβολη. Την εποχή που ο κόσμος άρχισε να χάνει την πίστη του στα πράγματα, στις τράπεζες, στις κυβερνήσεις, στους νόμους που δεν προστάτευαν κανέναν, κυκλοφόρησε μια φήμη.
Όχι από εκείνες που κάνουν θόρυβο· από εκείνες που σέρνονται αθόρυβα, σαν νερό κάτω από πόρτα.

Λέγανε πως το πρώτο νόμισμα του διαδικτύου, εκείνο που δεν είχε ούτε βασιλιά ούτε υπογραφή, μόνο κώδικα, ίσως είχε δημιουργηθεί από έναν άνθρωπο που είχε ήδη αποκηρύξει τον κόσμο πολύ πριν ο κόσμος τον αποκηρύξει πίσω. Έναν άνδρα που είχε πολλαπλές πατρίδες και καμία· που μιλούσε σε γλώσσες αλλά πίστευε μόνο στα συστήματα που έφτιαχνε ο ίδιος. Τον έλεγαν Πολ Λε Ρου. Δεν ήταν μύθος, ήταν άνθρωπος.
Με δέρμα που είχε μαυρίσει από ήλιους άλλων χωρών και βλέμμα που είχε κουραστεί από το να βλέπει κυβερνήσεις να λυγίζουν. Ένας τεχνίτης της πτώσης. Δημιούργησε εμπορικές αυτοκρατορίες από χάπια, από όπλα, από αρχεία κρυπτογραφημένα τόσο βαθιά που ούτε οι ίδιοι οι μηχανισμοί του κράτους δεν κατάφεραν ποτέ να τα σπάσουν. Έστησε στρατούς, υπέγραψε θανάτους, εξαφανίστηκε και επανεμφανίστηκε όπως τα πνεύματα που αρνούνται να ενταχθούν στους νεκρούς. Και τώρα λένε αυτοί που προσέχουν τις λεπτομέρειες, ότι ίσως ήταν και ο Σατόσι Νακαμότο.

Αν το σκεφτεί κανείς, οι μεγάλες ανακαλύψεις της ιστορίας δεν έχουν ποτέ καθαρή γέννηση. Γεννιούνται σε περιθώρια. Σε υπόγεια, σε εξορίες, σε φυγαδευμένες σκέψεις. Έτσι και το Bitcoin. Δεν βγήκε από κάποια πανεπιστημιακή αίθουσα, ξεπήδησε από την άκρη της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης, όταν οι άνθρωποι έψαχναν απεγνωσμένα κάτι που να μην τους ανήκει κανείς. Και ο Λε Ρου, με το χέρι του δεξιοτέχνη που κατασκευάζει μηχανισμούς όχι για να λύσει προβλήματα, αλλά για να ανοίγει νέες πύλες, ήξερε την τέχνη των εξόδων καλύτερα απ’ όλους.

Είχε γράψει κάποτε ένα λογισμικό που το είπε Encryption for the Masses, κρυπτογράφηση για τις μάζες.
Μια παράδοξη υπόσχεση, σχεδόν κοινοβιακή, από έναν άνθρωπο που δεν πίστευε στη μάζα, αλλά μόνο στη δύναμη. Ξεκινούσε με φράσεις λιτές, σαν μικρά κομμάτια πάγου. Τεχνικές, καθαρές, αδιάφορες για το συναίσθημα. Όπως ακριβώς κι εκείνος ο άλλος, ο Σατόσι, που έστελνε emails γεμάτα αγγλικές λέξεις με βρετανική ορθογραφία και αμερικανική ψυχρότητα. Δεν ήταν ίδιοι στη γλώσσα, ήταν ίδιοι στην αφαίρεση.

Αν ο Σατόσι ήταν ονειροπόλος, ο Λε Ρου ήταν η σκοτεινή του αντανάκλαση. Η έκδοση του ανθρώπου που, έχοντας δει όλα τα συστήματα από μέσα, αποφασίζει να φτιάξει ένα δικό του όπου δεν τον αγγίζει τίποτα. Ούτε νόμος, ούτε σύνορα, ούτε κάμερες, ούτε τράπεζες. Δεν χρειαζόταν να σχεδιάσει ένα νόμισμα. Χρειαζόταν να σχεδιάσει μια εξαφάνιση. Το Bitcoin έχει αυτήν ακριβώς τη δομή. Δίκτυο χωρίς κέντρο, νόμισμα χωρίς πατέρα, τραπεζικό σύστημα χωρίς τραπεζίτες. Όχι όραμα ελευθερίας, αλλά μηχανή απουσίας. Πιο πολύ μοιάζει με κάτι που θα έφτιαχνε ένας εξόριστος που δεν έχει πια πατρίδα. Ή ένας άνθρωπος που δεν την ήθελε εξαρχής.

Υπάρχει βέβαια ένα λεπτό σημείο στην ιστορία. Ένα διαβατήριο από το Κονγκό, πλαστό σαν όλα τα διαβατήρια που πέρασαν από τα χέρια του. Εκεί, πάνω σε μια φωτογραφία που μοιάζει με σκιώδες πορτρέτο φυγά, υπήρχε ένα όνομα: Paul Solotshi Calder Le Roux. Solotshi – Satoshi. Μόνο ένας φθόγγος που έφυγε λάθος ή μια ειρωνεία του σύμπαντος. Αυτή η σύμπτωση είναι τόσο λεπτή που θα την πίστευε μόνο ένας συγγραφέας. Και τόσο πιθανή που θα την αρνιόταν μόνο ένας νομικός.

Ο Λε Ρου κάποτε είπε κάποια στιγμή σε έναν υπάλληλό του: «Αν θες πραγματικά χρήμα, πρέπει να το φτιάξεις μόνος σου.» Οι περισσότεροι άνθρωποι το διαβάζουν ως αλαζονεία. Οι πιο προσεκτικοί το διαβάζουν ως ιδρυτική πράξη. Το Bitcoin είναι ακριβώς αυτό. Όχι ένα νόμισμα, αλλά μια εξομολόγηση σε μορφή κώδικα. Ένα γράμμα που δεν έχει παραλήπτη. Ένας τρόπος να μιλήσεις στον κόσμο χωρίς ποτέ να χρειαστεί να σταθείς μπροστά του.

Αν ο Σατόσι ήταν ο Λε Ρου, τότε το νόμισμα αυτό έχει πάνω του κάτι ανεξίτηλο. Τη μοίρα του ανθρώπου που το έφτιαξε για να φύγει από τον κόσμο, όχι για να τον σώσει. Αλλά ίσως τελικά να μην έχει σημασία.
Ούτε για τις αγορές, ούτε για τα κράτη, ούτε για την Ιστορία. Σημασία έχει ότι το Bitcoin, αυτό το κύκλωμα που δεν υπακούει σε κανέναν, είναι έργο κάποιου που γνώριζε βαθιά μια αλήθεια: Όλα τα μεγάλα πράγματα του αιώνα μας είναι έργα ανθρώπων που δεν θέλουν πια να είναι εδώ. Και ίσως αυτό να είναι το πιο λογοτεχνικό κομμάτι της ψηφιακής εποχής. Το σημαντικότερο νόμισμα του κόσμου ξεκίνησε σαν μια απόπειρα εξόδου, μια άσκηση απόδρασης, ένα σημείωμα που ξέφυγε από τα χέρια του δημιουργού του και αναπόφευκτα έφτασε σε εμάς.

Το πραγματικό ερώτημα: όχι αν ήταν ο Λε Ρου, αλλά γιατί μας βολεύει να μην ήταν

Αν ο Σατόσι ήταν ένας εγκληματικός εγκέφαλος, τι σημαίνει αυτό για ένα νόμισμα που διακινείται σήμερα από κυβερνήσεις, funds και χρηματιστήρια; Τι σημαίνει για τις αλυσίδες του εμπορίου, τις τράπεζες, τις κυρώσεις; Τι σημαίνει ότι το “αντισυστημικό” asset έχει γίνει πλέον βασικό εργαλείο των υπερσυστημάτων; Αν το Bitcoin ξεκίνησε από έναν εγκληματία, τότε η Δύση, αυτός ο κόσμος που πουλάει ορθολογισμό, θεσμούς και ασφάλεια, βασίζεται σήμερα σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με εργαλείο παράλληλης ισχύος. Και αυτό είναι πρόβλημα. Σοβαρό. Και πολιτικό. Ακόμα κι αν ο Λε Ρου δεν είναι ο Σατόσι, η σύμπτωση είναι αρκετή για να γεφυρώσει δύο κόσμους που υποτίθεται δεν τέμνονται. Τον κόσμο των κυβερνήσεων που χτίζουν αφήγημα σταθερότητας. Και τον κόσμο των ανθρώπων που ξέρουν ότι το σύστημα έχει πάντα μια πίσω πόρτα. Το Bitcoin έγινε θρησκεία, σύμβολο, σημαία. Αλλά ίσως ξεκίνησε ως κάτι πολύ πιο ανθρώπινο, πολύ πιο βρώμικο και πολύ πιο αληθινό.Μμια πράξη εξουσίας από κάποιον που δεν αναγνώριζε καμία εξουσία πάνω του.

Πού καταλήγουμε;

Ίσως ο Σατόσι να ήταν ένας ιδεαλιστής. Ίσως ένας ακαδημαϊκός. Ίσως μια ομάδα. Ίσως ο Λε Ρου. Αλλά η πολιτική αλήθεια είναι μία. Ο κόσμος μας λειτουργεί πλέον πάνω σε κώδικα που δεν ξέρουμε ποιος τον έγραψε. Και δεν έχουμε καμία εξουσία πάνω του. Αυτό είναι το πραγματικό σκάνδαλο. Όχι το ποιος ήταν ο Σατόσι. Κατάφερε να μείνει Άγνωστος σε έναν κόσμο που δεν συγχωρεί καμία άγνωστη δύναμη. Κι όμως, όλοι συνεχίζουμε. Σαν να είμαστε άνετοι. Σαν να μη βλέπουμε το προφανές: Το μέλλον της οικονομίας γράφτηκε από κάποιον που ίσως είχε αίμα στα χέρια του. Και το σύστημα το υιοθέτησε χωρίς δεύτερη σκέψη.