Skip to main content

Eννέα ταινίες, με φεστιβαλικές διακρίσεις και εμπορική απήχηση, κάνουν πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα. Δύο όμως ξεχωρίζουν, το «Γκραν Τουρ» του Μιγκέλ Γκόμες και το υποψήφιο animation για Όσκαρ «Flow: Η Γάτα που Δεν Φοβόταν το Νερό». Πρεμιέρα κάνουν επίσης το σκληρό δράμα από τη Γεωργία «Απρίλης» και το νορβηγικό ντοκιμαντέρ «Τραγούδια της Γης», σε παραγωγή Βιμ Βέντερς, ενώ στα αξιοσημείωτα η επιστροφή του Μελ Γκίμπσον στη σκηνοθεσία με το θρίλερ «Επικίνδυνη Πτήση».

Flow: Η Γάτα που Δεν Φοβόταν το Νερό

Ήταν αναμενόμενο να μου αρέσει, όπως άλλωστε μου αρέσουν όλες οι ταινίες κινουμένων σχεδίων. Αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένος να συγκινηθώ τόσο πολύ όσο συγκινήθηκα. Έγινε η αγαπημένη μου ταινία κινουμένων σχεδίων της χρονιάς, αν και σημειώνω με ενδιαφέρον ότι αυτή και οι άλλες δύο υποψήφιες ταινίες, «Robot Dreams» και «The Wild Robot», μοιάζουν σαν αδέλφια σε μια οικογένεια του Βιτγκενστάιν. Το «Flow» είναι το πιο πειραματικό από τα τρία, αλλά και το πιο στοχευμένο. Το «Flow» διαδραματίζεται σε ένα δάσος, αν και δεν είναι σαφές πού στη Γη θα μπορούσε να βρίσκεται αυτό το δάσος γιατί η πανίδα το κάνει λίγο περίπλοκο. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας συνηθισμένος μαύρος σπιτόγατος, με την οπτική γωνία του οποίου ταυτιζόμαστε στενά.

Μια μέρα, ξαφνικά, το δάσος κατακλύζεται από μια τεράστια πλημμύρα. Το νερό ανεβαίνει μέχρι που μόνο οι κορυφές των βουνών προσφέρουν καταφύγιο. Η γάτα μας, με νύχια και με δόντια, επιβιώνει, και τελικά συναντά ένα καπιμπάρα σε ένα μικρό σκάφος. Όσο περνά ο χρόνος σε αυτό το σκάφος βρίσκουν καταφύγιο και άλλα ζώα και θα πρέπει να να βρουν τρόπους να συνυπάρξουν. Ο Ζιλμπαλόντις, ο οποίος έχει ήδη γίνει γνωστός με την ταινία «Elsewhere», προσφέρει εδώ μια ιστορία που συνδυάζει την περιπέτεια, την ενδοσκόπηση και την ποίηση, όλα αυτά υποστηριζόμενα από μια εντυπωσιακή οπτική αισθητική. Πάνω απ’ όλα όμως, μία γλυκόπικρη αλληγορία για το περιβάλλον, που τα παιδιά θα κατανοήσουν πιθανότατα συναισθηματικά και ενστικτωδώς, αλλά οι μεγαλύτεροι θα προβληματιστούν και μαζί με τους μικρούς θεατές θα απολαύσουν υπέροχες συναρπαστικές εικόνες, ζωντανούς χαρακτήρες, αφηγηματική δεινότητα και μια δημιουργική φαντασία που μοιάζει ανεξάντλητη.

Grand Tour

Παρ’ όλα τα πλούσια τοπία και τις εξωτικές εικόνες που αντικρίζει το μάτι, το «Grand Tour» του Μιγκέλ Γκόμες είναι μια ταινία που χαρακτηρίζεται εξίσου από αυτά που δεν μπορούμε ή δεν βλέπουμε παρά από αυτά που μπορούμε και βλέπουμε. Μια ταινία καταδίωξης σε andante tempo, που βρίσκεται πάντα σε αναζήτηση άγνωστων προορισμών. Σταματώντας σε τοποθεσίες μόνο για λίγο και δραπετεύοντας από μακρινές ιστορίες άγνωστης προέλευσης. Αφηγείται ιστορίες που δεν δείχνει ποτέ. Φτάνει στον απόηχο αθέατων γεγονότων. Συσκοτίζει και παρεμποδίζει την αλήθεια ακόμη και αυτών που παρουσιάζει με περίεργους αναχρονισμούς. Η ταινία, που θέλει τον χρόνο της, για να σε βάλει στον εκκεντρική της σκηνοθετική προσέγγιση, προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Καννών, όπου κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας και αποτελεί επίσημη πρόταση της Πορτογαλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Ο Έντγκαρ, ένας Βρετανός αξιωματούχος εγκαταλείπει την αρραβωνιαστικιά του, τη Μόλι, πριν από την άφιξή της για το γάμο τους, σε μια αποβάθρα στη Βιρμανία, το 1917. Στη συνέχεια φεύγει από το ένα λιμάνι της Νοτιοανατολικής Ασίας στο άλλο. Μερικές φορές αποφεύγοντας κάθε ίχνος προσωπικής ευθύνης, έστω και μικρής, και μονίμως αποφεύγοντας την πιθανή εμφάνιση της Μόλι. Περίπου στα μισά της ταινίας, είναι η σειρά του θεατή να ταξιδέψει. Παρακολουθούμε τη Μόλι να ακολουθεί τα βήματα του Έντουαρντ πόλη προς πόλη, χώρα προς χώρα. Δεν γνωρίζει εκ των προτέρων πού βρίσκεται, κυρίως επειδή ούτε και εκείνος γνωρίζει μέχρι κάθε νέα του βιαστική αναχώρηση. Κανείς από τους δύο δεν γνωρίζει εκ των προτέρων πού θα καταλήξουν στο τέλος της ταινίας.  Ο Γκόμες φαίνεται να διασκεδάζει με την εξερεύνηση της Ανατολής, αφήνει χωρίς υπότιτλους τις τοπικές διαλέκτους, ξεφαντώνει με τα πολιτισμικά ήθη, προκαλεί με τις αταίριαστες εικόνες που συνθέτει με μαεστρία.

Ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους ή τα αποτελέσματα των προσπαθειών τους, οι περιπέτειες τόσο του Έντουαρντ όσο και της Μόλι απεικονίζονται ως μια τρέλλα. Οι νεανικές φιλοδοξίες δύο ανθρώπων που μάλλον θα ήταν καλύτερα να μείνουν στην Ευρώπη και να εκτιμήσουν αυτό που έχουν. Αλλά η Άπω Ανατολή του Γκόμες παρουσιάζεται όπως την βλέπουν οι ίδιοι, με την εξωτική γοητεία της και τον άγνωστο πολιτισμό της, και τελικά ως ένας αόριστα καθαρτήριος τόπος όπου οι αβέβαιες μοίρες θα συναντηθούν. Είναι και μια ταινία για τη γυναικεία θέληση, καθώς η Μόλι είναι η πραγματική ηρωίδα. Είναι αποφασισμένη να νικήσει προκαταλήψεις, καιρικές δυσκολίες, για να κουβαλήσει το πνεύμα της απελευθέρωσης και γιατί όχι στο ίδιο το σινεμά και την αφήγηση. Μια ταινία που μπορεί να μην απευθύνεται στο ευρύ κοινό, αλλά στους ορκισμένους σινεφίλ, όπως ο σκηνοθέτης της, αλλά και σε όσους πιστεύουν ότι το ταξίδι αξίζει να συνεχιστεί με προορισμό τους χαμένους παραδείσους.