Skip to main content

«Επισκεφθείτε το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο Union Carbide και τις κοντινές γειτονιές για να γίνετε μάρτυρες της σκοτεινής πλευράς της βιομηχανικής προόδου», προτείνει μια διαφήμιση στο Tripadvisor αλλά και σε άλλους τουριστικούς ιστότοπους. Στόχος είναι να περιηγηθούν οι ενδιαφερόμενοι στον τόπο της μεγαλύτερης βιομηχανικής καταστροφής στην ιστορία, η οποία συνέβη πριν από 40 χρόνια στην πόλη Μποπάλ, όπου μια διαρροή τοξικού αερίου σκότωσε χιλιάδες ανθρώπους και προκάλεσε διάφορες ασθένειες σε περισσότερους από μισό εκατομμύριο. Η ξενάγηση διαρκεί τέσσερις ώρες και κοστίζει περίπου 127 ευρώ ανά άτομο. Οι οργανώσεις των θυμάτων, οι οποίες εξακολουθούν να περιμένουν επίσημες εξηγήσεις και αξιοπρεπείς αποζημιώσεις, θεωρούν ότι οι επισκέψεις αυτές είναι ασεβείς και αποτελούν τρόπο εκμετάλλευσης του πόνου των θυμάτων.

Τη νύχτα της  3ης Δεκεμβρίου 1984, το ισοκυανικό μεθύλιο (MIC), μια εξαιρετικά τοξική χημική ένωση που το εργοστάσιο χρησιμοποιούσε για την παραγωγή φυτοφαρμάκων, άρχισε να διαρρέει από τις δεξαμενές της Union Carbide India Limited (UCIL), της ινδικής θυγατρικής της αμερικανικής Union Carbide Corporation (UCC), ενώ ο τοπικός πληθυσμός που ζούσε στις παραγκουπόλεις κοιμόταν ήσυχος. Ο συναγερμός, λόγω αμέλειας που δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως, δεν λειτούργησε και το νέφος του αερίου είχε ήδη περικυκλώσει τα σπίτια και οι κάτοικοι το ανέπνεαν.

Περίπου 22.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από το 1984, μισό εκατομμύριο έχουν υποστεί μεταγενέστερες συνέπειες και αυτό το τμήμα της Ινδίας παραμένει επικίνδυνο για την υγεία των κατοίκων του.

Μισό εκατομμύριο άνθρωποι εκτέθηκαν στη χημική ουσία και αρκετές χιλιάδες πέθαναν εκείνη τη νύχτα, από ασφυξία ή από εσωτερική αιμορραγία, αλλά και τις εβδομάδες που ακολούθησαν, μπροστά σε ανήμπορους γιατρούς που δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν τα θύματα. Η ινδική κυβέρνηση υπολόγισε ότι 3.500 άνθρωποι πέθαναν τις πρώτες ημέρες και περίπου 15.000 στα χρόνια που ακολούθησαν. Μέχρι σήμερα, οι αριθμοί εξακολουθούν να είναι δύσκολο να εκτιμηθούν. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, ο αριθμός των νεκρών από την τραγωδία ανέρχεται σε 22.000, εκ των οποίων 10.000 πέθαναν τη νύχτα της τραγωδίας και τις εβδομάδες που ακολούθησαν. Επιπλέον, περίπου 500.000 άνθρωποι υποφέρουν από κάποιας μορφής ασθένεια, όπως καρκίνο, αναπνευστικές ή πεπτικές ασθένειες, ορμονικές και ψυχικές διαταραχές και συγγενείς αναπηρίες. Η εγκαταλελειμμένη εγκατάσταση είναι ένας τρόπος να θυμούνται την τραγωδία και μια συνεχής πηγή πόνου και θυμού για τους επιζώντες και τις οικογένειές τους. Είναι ένα στοιχειωμένο σύμβολο βιομηχανικής αμέλειας, ένα μέρος που αξίζει να θυμόμαστε και να μελετάμε, ώστε να αποφευχθούν μελλοντικές τραγωδίες.

Ο χώρος του εργοστασίου εξακολουθεί να ανήκει στην κυβέρνηση του ινδικού κρατιδίου Madhya Pradesh και θεωρητικά επιτρέπεται η είσοδος μόνο για επιστημονικούς λόγους. Παρόλα αυτά το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο έχει  γίνει τουριστική ατραξιόν για Βρετανούς και Αμερικανούς τουρίστες. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έχει λάβει κανένα μέτρο για να αποδοθεί δικαιοσύνη στα θύματα του Bhopal και τώρα οι εταιρείες τους στήνουν αυτό το σόου. Η προτεραιότητα των αρχών της Ινδίας ήταν να διατηρήσουν τις ξένες επενδύσεις και έτσι ξέχασαν να αποδώσουν δικαιοσύνη στα θύματα. Οι Ινδοί ηγέτες δεν θέλησαν να διώξουν τους υπεύθυνους της Union Carbide στις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε να μην αποτρέψουν άλλες εταιρείες από το να επενδύσουν στην Ινδία. Τα θύματα της τραγωδίας είναι κατά το ήμισυ μουσουλμάνοι και κατά το ήμισυ ινδουιστές της κατώτερης κάστας. Θεωρούνται αναλώσιμοι.

«Ο περιβαλλοντικός ρατσισμός επέτρεψε αυτή την καταστροφή και επέτρεψε επίσης την περιφρονητική και κυνική αντίδραση εκείνων που προσπάθησαν να καθυστερήσουν τη δικαιοσύνη για τα θύματά της και, ντροπιαστικά, συνεχίζουν να αποφεύγουν τις σαφείς ευθύνες τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα», δήλωσε ο Mark Dummett, διευθυντής Επιχειρήσεων και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Διεθνούς Αμνηστίας, στην έκθεση της οργάνωσης που δημοσιεύθηκε με αφορμή την 40ή επέτειο της τραγωδίας.

Ατιμωρησία Το 1989 υπήρξε διακανονισμός μεταξύ της Union Carbide και της ινδικής κυβέρνησης, βάσει του οποίου η εταιρεία κατέβαλε 470 εκατομμύρια δολάρια για 102.000 τραυματίες και 3.000 νεκρούς. «Το ποσό αυτό ήταν λιγότερο από το 15% του αρχικού ποσού που είχε ζητήσει η κυβέρνηση και πολύ κάτω από τις περισσότερες εκτιμήσεις για τις ζημιές εκείνη την εποχή. Χιλιάδες αξιώσεις δεν καταγράφηκαν καθόλου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των παιδιών κάτω των 18 ετών που εκτέθηκαν στο αέριο και των παιδιών που γεννήθηκαν από γονείς που είχαν προσβληθεί από το αέριο και τα οποία, όπως αποδείχθηκε αργότερα από τον χρόνο, είχαν επίσης προσβληθεί σοβαρά», επικρίνει η Διεθνής Αμνηστία στην έκθεσή της.

Στην καλύτερη περίπτωση, τα θύματα ή οι οικογένειές τους έλαβαν περίπου 500 δολάρια. Το 2010, δικαστήριο του Μποπάλ καταδίκασε οκτώ από τους τότε υπαλλήλους της, όλοι Ινδοί, σε φυλάκιση δύο ετών και τους διέταξε να πληρώσουν 100.000 ρουπίες (1.774 ευρώ τότε) για αμέλεια. Ωστόσο, τους χορηγήθηκε αμέσως εγγύηση. Επίσης, επέβαλε πρόστιμο στην εταιρεία περίπου 8.870 ευρώ. Η Διεθνής Αμνηστία έχει τονίσει σε εκθέσεις της ότι το 1994 η UCC εγκατέλειψε την εγκατάσταση χωρίς να προβεί σε καθαρισμό ή να αντιμετωπίσει τον μεγάλο αριθμό αποθηκευμένων χημικών ουσιών, με αποτέλεσμα τη σοβαρή μόλυνση των τοπικών πηγών νερού και του εδάφους. Αυτό προκάλεσε καταστροφικές και μόνιμες βλάβες στην υγεία του τοπικού πληθυσμού και έχει συνδεθεί με χρωμοσωμικές ανωμαλίες παρόμοιες με εκείνες που διαγνώστηκαν σε άτομα που εκτέθηκαν στην αρχική διαρροή αερίου», αναφέρει η οργάνωση. Το 2001, η UCC εξαγοράστηκε από την επίσης αμερικανική Dow Chemical Company, η οποία δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για ό,τι συνέβη ή για τη μόλυνση που εξακολουθεί να υπάρχει στον τόπο της τραγωδίας. Ο διευθύνων σύμβουλος της Union Carbide την εποχή της καταστροφής, ο Γουόρεν Άντερσον, πέθανε το 2014 χωρίς να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, παρά την απαγγελία κατηγοριών και το αίτημα έκδοσης από τις ινδικές αρχές