Skip to main content

Υπήρχε ανυπομονησία στην ατμόσφαιρα το βράδυ της Τετάρτης στο Μέγαρο Μουσικής. Την ένιωθες παντού. Ανυπομονησία για την επίσημη έναρξη του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», για το αν ο Γιώργος Λάνθιμος θα ήταν μαζί μας -καθώς δεν είχε ανακοινωθεί από τους διοργανωτές κάτι σχετικό-, αν θα υπήρχε κάποια παρέμβαση εκ μέρους της δραστήριας ομάδας κινηματογραφιστών «Ορατότης Μηδέν» και φυσικά για την ίδια την ταινία, τη Bugonia, που πρόσφατα έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Ήταν ημέρα γενικής απεργίας, γεγονός που μπορούσε να επηρεάσει την προσέλευση λόγω της δυσκολίας πρόσβασης στο Μέγαρο, κάτι που τελικά όμως δεν έπαιξε κανένα ρόλο και η αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» γέμισε -κι ας μην το διέκρινε με ευκολία, λόγω του σκοταδιού, ο Λάνθιμος όταν βγήκε στη σκηνή φορώντας στο πέτο του κονκάρδα στα χρώματα της Παλαιστίνης. Ναι, κι αυτό είναι το μόνο spoiler που θα διαβάσετε σε αυτό το κείμενο και δεν αφορά καν το ίδιο το έργο παρά μόνο την εξέλιξη της βραδιάς. Άλλωστε και ο Λουκάς Κατσίκας, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, μας ζήτησε ευγενικά να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τα spoiler. Όπως επίσης ευγενικά αλλά ταυτοχρόνως αιχμηρά επεσήμανε ότι φέτος και ο Γιώργος Λάνθιμος και το φεστιβάλ τέθηκαν υπό αμφισβήτηση από το υπουργείο Πολιτισμού. Ο πρώτος γιατί όχι μόνο δεν έγινε δεκτό το αίτημά του να πραγματοποιήσει γυρίσματα στην Ακρόπολη αλλά γιατί οι ίδιοι άνθρωποι που το απέρριψαν δεν σεβάστηκαν τη ρήτρα εμπιστευτικότητας ως προς το σενάριο και άφησαν να διαρρεύσουν κάποια στοιχεία για το τέλος του. Το δε Φεστιβάλ δεν πήρε φέτος ΕΣΠΑ με αποτέλεσμα το οικονομικό πλήγμα που δέχτηκε να μην επιτρέψει στους ανθρώπους του, που επί 31 χρόνια μοχθούν και εν τέλει καταφέρνουν να παρουσιάσουν στο κοινό ένα πρόγραμμα αντάξιο των προσδοκιών του, να αποδώσουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους.

Ο Γιώργος Λάνθιμος όταν βγήκε στη σκηνή εισέπραξε μιας οπαδικής επιπέδου υποδοχής -με χειροκροτήματα, σφυρίγματα και ιαχές- και μας κέρδισε με την απλότητά και το τρακ του λέγοντας ότι ναι μεν όλα αυτά τα χρόνια έχει παρευρεθεί σε δεκάδες πρεμιέρες ταινιών του όμως κάθε φορά που αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα τρέμει ολόκληρος. Μας άφησε με ένα μικρό αλλά πανέξυπνο δώρο. Μας αποκάλυψε ότι η Emma Stone δεν ξέρει ελληνικά, ξέρει όμως το ελληνικό αλφάβητο, τόσο καλά μάλιστα που μπορεί να διαβάσει ένα κείμενο γραμμένο στα ελληνικά ακόμη κι ας μην ξέρει τι λέει. Ο Λάνθιμος την ηχογράφησε με το κινητό του να διαβάζει τις παρακάτω προτάσεις «Καλησπέρα. Θα ήθελα πολύ να είμαι μαζί σας απόψε, στην πρώτη προβολή της “Βουγονίας” στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς δεν πέτυχε ο διακτινισμός. Σας εύχομαι καλή προβολή και καλό βράδυ». Γελάσαμε στο άκουσμα της λέξης διακτινισμός όμως αφού τελείωσε η ταινία ήταν που καταλάβαμε πού ακριβώς ήταν το αστείο. Μετά το ηχογραφημένο μήνυμα η προβολή ξεκίνησε και εκείνο το δευτερόλεπτο πριν την αρχική σκηνή μου ήρθε αυτόματα στο μυαλό η ανάμνηση από τις Νύχτες Πρεμιέρας του 2009, τότε που μόλις τελείωσε η προβολή του «Κυνόδοντα» στον Δαναό, σκέφτηκα «Πωωωω, τι είδαμε μόλις τώρα!».

Ήταν η Τετάρτη, λοιπόν, ημέρα γενικής απεργίας που αφορούσε στο εργασιακό νομοσχέδιο –που μεταξύ άλλων προβλέπει 13ωρη εργασία κατόπιν συνεννόησης, ναι όσο αστείο κι ακούγεται αυτό το «κατόπιν συνεννόησης»-  και εμείς είχαμε μαζευτεί για να δούμε μια ταινία που ο κεντρικός χαρακτήρας -που υποδύεται με μαεστρία η Emma Stone- είναι η Μισέλ, υψηλόβαθμο στέλεχος μιας μεγάλης πολυεθνικής που στις πρώτες σκηνές του έργου συζητώντας με τη γραμματέα της λέει λίγο πολύ ότι σύμφωνα με το νέο κανονισμό της εταιρείας οι υπάλληλοι σχολούν στις 17:30, αλλά αν έχουν ακόμη δουλειά να κάνουν πρέπει να μείνουν στο πόστο τους, όχι ότι είναι υποχρεωτικό να παραμείνουν ούτε υποχρεωτικό να φύγουν, και τέλος πάντων ας αποφασίσουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους. Εδώ η συνείδηση του υπαλλήλου αντικαθιστά το «κατόπιν συνεννόησης» του ελληνικού εργασιακού νομοσχεδίου, σε κάθε περίπτωση ξέρεις ότι ήδη η ταινία σχολιάζει τι συμβαίνει τώρα στα εταιρικά περιβάλλοντα, όχι μόνο στη χώρα μας προφανώς, αλλά παγκοσμίως.

Η Μισέλ στο πρώτο δεκάλεπτο της ταινίας, θα πέσει θύμα απαγωγής από δύο ξαδέρφια: τον Tέντι, στο ρόλο ο έξοχος Jesse Plemons, και τον Ντον, που υποδύεται ιδανικά ένας νέος ηθοποιός, που βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού, o Aidan Delbis. Ο Τέντι πιστεύει ότι η Μισέλ είναι εξωγήινη σε μυστική αποστολή να καταστρέψει τη ζωή στον πλανήτη Γη. Ξεκινά μεταξύ τους μια σειρά παράλογων διαλόγων με λογικοφανή επιχειρήματα, το είδος δηλαδή των επιχειρημάτων που μπορούν να χειραγωγήσουν εύκολα σε μια συζήτηση εκείνον που δεν έχει αρκετή γνώση για να τα αντικρούσει.

Στην αρκετά στρωτή -και δεν είμαι σίγουρη ότι αυτό αποτελεί προτέρημα- για τα λανθιμικά δεδομένα αφήγηση προστίθενται σταδιακά κάποιες πληροφορίες για το παρελθόν των δύο κεντρικών χαρακτήρων, πληροφορίες που διανθίζουν τη μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης. Κι ενώ οι καταστάσεις γίνονται ακόμη πιο ακραίες οι δυο τους παραμένουν στον πυρήνα τους συμπαγείς όπως ένας γρανίτης, σαν ο θυμός, ο πόνος, η αγωνία, ο φόβος να μην μπορεί να μαλακώσει, ούτε για μια στιγμή, τον ψυχισμό τους. Η μόνη στιγμή τρυφερότητας, ανήκει στον Ντον που σαν παιδί θα ομολογήσει πολύ απλά, πολύ λιτά ότι η αγάπη γι’ αυτόν είναι πιο σημαντική από το να βρει μια εύκολη λύση από το προσωπικό του αδιέξοδο. Σώζει αυτή η τρυφερότητά τον άνθρωπο που τη φέρει; Η απάντηση δεν είναι «άσπρο/μαύρο», είναι πολύ πιο σύνθετη και ο Λάνθιμος το ξέρει αυτό καλά και για αυτό οδηγεί τα πράγματα μέσα από μια αλληλουχία εξωφρενικών γεγονότων σε ένα συμπέρασμα που ταυτοχρόνως είναι απίθανα κυνικό και μοναδικά ρομαντικό.

Ούτε η αρχή της ανθρωπότητας ούτε το τέλος της ταυτίζεται με την αρχή και το τέλος της ζωής. Το παράλογο της ανθρώπινης (;) φύσης μπορεί να μας εξοργίζει αλλά ίσως τελικά είναι ένας φυσικός κανόνας του οποίου αγνοούμε τις συντεταγμένες. Άλλωστε η ίδια η ύπαρξη ως έννοια μπορεί να είναι παράλογη ή έστω ακατανόητη, το ίδιο το σύμπαν μπορεί να μην αποκαλύψει ποτέ την αρχή, το τέλος του, το λόγο που δημιουργήθηκε, το λόγο που κάποια στιγμή δεν θα υφίσταται. Μας καθησυχάζει αυτό ή μας αποτρελαίνει ακόμη περισσότερο;

Στις τελευταίες σκηνές δεν δίνεται η απάντηση όμως ο λυρισμός τους με συγκίνησε βαθιά γιατί φανερώνει μια πίστη όχι στον άνθρωπο, όχι στον θεό, όχι στη λογική, ούτε καν στο συναίσθημα, αλλά στην παραδοχή ότι η ζωή είναι κάτι που ενώ το βιώνουμε, ταυτοχρόνως συνεχώς μας διαφεύγει και αιωρείται πάνω από όλα.