Skip to main content

Yπάρχουν ποδοσφαιριστές. Υπάρχουν θρύλοι. Και υπάρχει ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ένας άνθρωπος που, για εκατομμύρια, δεν ανήκε σε καμία από τις δύο κατηγορίες. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι παραπάνω. Ήταν ο τρόπος που ένα ολόκληρο έθνος, και μια ολόκληρη πόλη, προσπάθησε να πιστέψει ότι μπορεί να σηκωθεί από τη λάσπη και να κοιτάξει τον κόσμο στα μάτια. Το ποδόσφαιρο είναι το πιο δημοφιλές άθλημα στον πλανήτη. Παίζεται από εκατομμύρια, το βλέπουν δισεκατομμύρια, για κάποιους είναι σχεδόν θρησκεία. Γι’ αυτό δεν προκαλεί καμία έκπληξη ότι το όνομα «Μαραντόνα» είναι γνωστό σχεδόν σε κάθε γωνιά της γης. Αλλά η πραγματικότητα είναι πως, όταν πέθανε στις 25 Νοεμβρίου 2020, αυτό που χάθηκε δεν ήταν απλώς ένας ποδοσφαιριστής. Ήταν μια ολόκληρη εποχή.

Από τη Βίγια Φιορίτο στη μπάλα που υπάκουε μόνο σ’ αυτόν

Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1960 στο Λάνους, αλλά μεγάλωσε εκεί όπου η πόλη τελειώνει και η φτώχεια γίνεται μόνιμο σκηνικό. Στη Βίγια Φιορίτο, μια παραγκούπολη του νότιου Μπουένος Άιρες, με χωματόδρομους, χωρίς καθαρό νερό και με ελάχιστες πιθανότητες για ένα «κανονικό» μέλλον. Σε ηλικία μόλις 8 ετών, κάποιοι είδαν στο μικρόσωμο πιτσιρίκι με τα σγουρά μαλλιά κάτι που έμοιαζε με κώδικα που δεν είχαν ξανασυναντήσει. Τον τσίμπησαν για τη Σεμπογιγίτας, την ομάδα νέων της Αρζεντίνος Τζούνιορς. Λίγο πριν κλείσει τα 16, έκανε ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα. Από εκείνη τη στιγμή, η μπάλα άρχισε να συμπεριφέρεται αλλιώς όταν ακουμπούσε στο αριστερό του πόδι.

Για πέντε χρόνια ήταν πρώτος σκόρερ, αλλά δεν ήταν μόνο τα γκολ. Ήταν η ικανότητα να βλέπει χώρους που οι άλλοι δεν υποψιάζονταν, να επινοεί πάσες που έμοιαζαν με σκαμπρόζικο αστείο εις βάρος της άμυνας. Πολύ γρήγορα, η εθνική νέων της Αργεντινής βασίστηκε πάνω του για να σηκώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Ήταν ήδη teen sensation πριν καν υπάρξει η λέξη.

Το 1981 φόρεσε τη φανέλα της Μπόκα Τζούνιορς, της ομάδας του λαού, εκείνης που θα του έδινε για πάντα το σκηνικό της Λα Μπομπονέρα για να τον λατρέψει. Με 28 γκολ σε 40 παιχνίδια, βοήθησε την ομάδα να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Στα 21 του έπαιξε στο πρώτο Μουντιάλ και λίγους μήνες μετά πέρασε τον Ατλαντικό. Μπαρτσελόνα, ρεκόρ μεταγραφής, 5 εκατομμύρια λίρες. Ο πιτσιρικάς της Βίγια Φιορίτο είχε ήδη κερδίσει τη ζωή με το ταλέντο του μόνο και η Αργεντινή δυσκολευόταν να αποχωριστεί τον νέο της ήρωα.

Στην Μπαρτσελόνα κέρδισε το Κύπελλο, το Σούπερ Καπ και το El Clásico, βάζοντας 38 γκολ σε 58 ματς. Σε ένα από αυτά, στο «εχθρικό» Σαντιάγο Μπερναμπέου, πέτυχε ένα γκολ τόσο εξωπραγματικό που οι οπαδοί της Ρεάλ σηκώθηκαν και τον χειροκρότησαν. Παρ’ όλα αυτά, πίσω από τη λάμψη, άρχισαν να ραγίζουν οι ραφές. Συγκρούσεις με τη διοίκηση, καυγάδες, και τα πρώτα σημάδια από κάτι που θα γινόταν αργότερα εφιάλτης. Κοκαΐνη και αλκοόλ. Κάπου εκεί εμφανίστηκε η Νάπολι. Και η ιστορία σταμάτησε να είναι απλώς ποδοσφαιρική.

Νάπολη. Όταν μια πόλη υιοθετεί έναν θεό

Το 1984, η μεταγραφή του Μαραντόνα στη Νάπολι φάνταζε παράδοξο. Ο καλύτερος παίκτης του κόσμου διάλεγε μια ομάδα που πάλευε για την επιβίωση, σε μια πόλη που για τη μισή Ιταλία ήταν συνώνυμο της εγκληματικότητας, της βρωμιάς και του «Νότου που πρέπει να σκάβει». Ο Ντιέγκο έγινε αρχηγός. Η Νάπολι, από ομάδα με προβλήματα παραμονής, μετατράπηκε, βήμα-βήμα, σε γίγαντα της Serie A. Το 1987 κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία της μαζί με το Κύπελλο. Το 1990 ήρθε δεύτερο scudetto. Ενδιάμεσα, το κύπελο UEFA (1989) και το Σούπερ Καπ Ιταλίας (1990). Αλλά τα τρόπαια είναι μόνο η μισή ιστορία. Η άλλη μισή γράφτηκε στους δρόμους. Πανό, πορτρέτα, τοιχογραφίες, αγάλματα, εικονοστάσια με τον Ντιέγκο δίπλα στον Σαν Τζεννάρο, τον προστάτη άγιο της πόλης. Η πόλη κουβαλούσε σεισμό, ανεργία, Μαφία, κοινωνικό ρατσισμό. Ο Βορράς χλεύαζε, ο Νότος έβραζε. Και ξαφνικά, ένας Αργεντίνος με ύψος 1,65, κοιλιά, μπούκλα και αριστερό πόδι-μαχαίρι έσπαγε τη βόρεια κυριαρχία μέσα στα γήπεδα.

Ο γνωστός Αργεντινός δημοσιογράφος Αντρές Καντόρ, τότε νεαρός δημοσιογράφος, βρέθηκε στη Νάπολη όταν κατακτήθηκαν τα πρωταθλήματα. Περιγράφει κάτι που δεν έχει ξαναδεί: στο πρώτο πανηγύρι, μια πομπή 30 αυτοκινήτων να ακολουθεί τον Ντιέγκο. Στα διόδια, κόσμος από όλες τις λωρίδες βγήκε από τα αυτοκίνητά του για να τον δει από κοντά. Εκείνος βγάζει το κεφάλι, κάνει μια χειρονομία προς τον υπάλληλο και λέει: «Όλα αυτά τα αυτοκίνητα πίσω, είναι μαζί μου». Πέρασαν όλα χωρίς να πληρώσουν, αλλά αυτό είναι το τελευταίο που ενδιαφέρει. Σημασία έχει ότι τον είδαν. Ότι υπήρξαν μάρτυρες. Τρεις δεκαετίες μετά, η Νάπολι θα βαφτίσει το γήπεδό της «Stadio Diego Armando Maradona». Η σχέση τους ήταν κάτι παραπάνω από παίκτης–οπαδοί. Ήταν μια άτυπη συμφωνία: «Εγώ θα σας δώσω αξιοπρέπεια, εσείς θα με λατρέψετε σαν θεό.» Και οι δύο πλευρές τήρησαν το συμβόλαιο μέχρι τελευταίας ρανίδας αίματος.

https://youtu.be/UXdC6UDsJrU?si=_txgoGJr4kARHmpe

Μεξικό ’86: όταν ένας άνθρωπος κουβαλά μια χώρα

Αν η Νάπολι ήταν η θεότητα της καθημερινότητας, το Μουντιάλ του 1986 ήταν η επισημοποίηση του μύθου σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Αργεντινή δεν πήγαινε στο Μεξικό ως ακλόνητο φαβορί. Η χώρα κουβαλούσε μια σειρά από ταπεινώσεις. Στρατιωτική χούντα, οικονομική κατάρρευση, μια χαμένη σύγκρουση στα Φόκλαντ απέναντι στη Βρετανία. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το ποδόσφαιρο ήταν η μόνη ευκαιρία να νιώσουν ότι μπορούν ακόμα να κερδίσουν κάτι. Και εκεί μπαίνει ο Μαραντόνα.

Σε εκείνο το τουρνουά, συμμετέχει στα 10 από τα 14 γκολ της Αργεντινής, είτε σκοράροντας είτε μοιράζοντας ασίστ. Στον τελικό, η πάσα του «τρυπά» τη γερμανική άμυνα και οδηγεί στο νικητήριο 3-2 απέναντι στη Δυτική Γερμανία. Παίρνει τη Χρυσή Μπάλα, το Ασημένιο Παπούτσι, τον τίτλο του καλύτερου παίκτη. Αλλά αυτά είναι στατιστικά στοιχεία. Ο πραγματικός μύθος γράφτηκε στις 22 Ιουνίου 1986, στο Αζτέκα, απέναντι στην Αγγλία.

Πρώτα, το «Χέρι του Θεού». Μια φάση που έχει αναλυθεί τόσο που μοιάζει σχεδόν βαρετή, αλλά η ουσία της παραμένει εκρηκτική. Ένας παίκτης 1,65 πηδάει μαζί με τον Πίτερ Σίλτον, τερματοφύλακα 1,85+, και «κερδίζει» στον αέρα, σπρώχνοντας την μπάλα με τη γροθιά του. Ο διαιτητής δεν βλέπει τίποτα, το γκολ μετράει. Αργότερα, ο Ντιέγκο θα πει ότι επιτεύχθηκε «λίγο με το κεφάλι του Μαραντόνα και λίγο με το χέρι του Θεού». Οι Άγγλοι θα διορθώσουν και θα πουν εκνευρισμένοι «του διαβόλου».

Τρία λεπτά μετά, το «Γκολ του Αιώνα». Ο Μαραντόνα παίρνει την μπάλα περίπου στη σέντρα, διανύει 70 μέτρα, περνάει πέντε παίκτες και τον τερματοφύλακα, πριν στείλει τη μπάλα. Ο σχολιαστής ουρλιάζει «Gracias, Dios, por el fútbol, por Maradona!», και μια ολόκληρη χώρα νιώθει ότι επιτέλους κάποιος τους πήρε εκδίκηση, για την αποικιοκρατία, για τα Φόκλαντ, για το να είναι πάντα οι «μικροί». Από εκεί και μετά, ο Ντιέγκο δεν είναι πια απλώς ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο. Είναι σύμβολο εθνικής αξιοπρέπειας. Είναι η απόδειξη ότι, έστω για 90 λεπτά, ο μικρός μπορεί να κερδίσει τον μεγάλο, με ή χωρίς κανόνες.

D10S: ο θεός με τα λάθη

Στην Αργεντινή δεν τον φώναζαν μόνο «El Pibe de Oro». Τον φώναζαν «D10S». Το 10 και το Dios σε μια λέξη. Η θεοποίηση όμως είχε τίμημα. Η ζωή του μετά το ’86 ήταν ένα μόνιμο τεντωμένο σκοινί. Στη Νάπολι, το είδωλο είχε ελευθερία κινήσεων που κανείς δεν θα τολμούσε να δώσει σε θνητό. Προπονήσεις που χάνονταν, νύχτες που δεν τελείωναν, σχέσεις με τη Μαφία, εξωσυζυγικές ιστορίες, ουσίες. Όσο η πόλη τον λάτρευε, τόσο ο ίδιος δοκίμαζε τα όρια. Το 1991 βγαίνει θετικός σε κοκαΐνη και τρώει αποκλεισμό 15 μηνών. Το 1994, στο Μουντιάλ των ΗΠΑ, επιστρέφει πιο fit από ποτέ, βάζει ένα τρομερό γκολ απέναντι στην εθνική μας, ουρλιάζει με τη κάμερα στην αγκαλιά του, και λίγες μέρες μετά βρίσκεται ξανά εκτός διοργάνωσης, αυτή τη φορά για κοκτέιλ διεγερτικών.

Οι ίδιες οι εφημερίδες που κάποτε τον αποθέωναν τώρα κάνουν φθηνά λογοπαίγνια με το όνομά του στις σελίδες των σκανδάλων. Το σώμα του πρήζεται, ο κίνδυνος για την καρδιά μεγαλώνει. Το 2004 μπαίνει στο νοσοκομείο με σοβαρά καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, ύστερα σε ψυχιατρική κλινική, μετά στην Αβάνα για αποτοξίνωση. Γαστρικό bypass, θεραπείες για αλκοολισμό, επανειλημμένες κρίσεις. Ο ίδιος κάποια στιγμή θα πει: «Ξέρετε τι παίκτης θα μπορούσα να είμαι αν δεν είχα πάρει ναρκωτικά; Είμαι 53 και νιώθω σαν 78. Δεν έζησα φυσιολογική ζωή».

Αλλά η σχέση του με τον κόσμο, παρ’ όλα αυτά, δεν σταμάτησε ποτέ. Ίσως γιατί δεν κρύφτηκε. Δεν προσπάθησε να παίξει τον «καθωσπρέπει». Δεν έπαψε να παραδέχεται τα λάθη του, ούτε να μιλάει πολιτικά, να συγκρούεται, να υποστηρίζει ανθρώπους που οι άλλοι θεωρούσαν «απαγορευμένους».

Γι’ αυτό και η φράση που είπε κάποτε στο Μπομπονέρα, στο παιχνίδι-φόρο τιμής προς αυτόν, έμεινε: «Έκανα πολλά λάθη, αλλά η μπάλα δεν λερώνετε». Ο Χρίστο Στόιτσκοφ θυμάται αυτή τη στιγμή ως την πεμπτουσία του Μαραντόνα. Ένας άνθρωπος που κοιτάζει πίσω, βλέπει τις καταστροφές, αλλά επιμένει ότι το ίδιο το παιχνίδι είναι πάνω από όλα. Και πάνω από τον ίδιο.

Ο άνθρωπος πίσω από τον μύθο και μια υπόσχεση που δεν κράτησε ποτέ

Πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, υπήρχε και ένας Ντιέγκο της καθημερινότητας, των μικρών στιγμών. Ο πιτσιρικάς με το Camaro στο Λος Άντζελες, που κάνει test drive λες και τρέχει σε ράλι και λέει στον έντρομο πωλητή: «Αν είναι να αγοράσω Camaro, δεν θα το οδηγώ με 30. Θέλω να δω αν δαγκώνει». Ο Μαραντόνα στα 37 του πλέον, μέσα σε μια Porsche 911 Turbo, να οδηγεί με τον Μπεν Τζόνσον συνοδηγό με 250 χιλιόμετρα την ώρα στις φαρδιές λεωφόρους του Μπουένος Άιρες. Ο Τζόνσον να του φωνάζει συνέχεια «easy, easy» και ο Ντιέγκο να τον πειράζει μέρες μετά με την ίδια φράση, κάθε φορά που τον έβλεπε αγχωμένο.

Είναι ο τύπος που βλέπει έναν πατέρα με το άρρωστο παιδί στην αγκαλιά έξω από το προπονητικό κέντρο της εθνικής στο Εσεΐσα, σταματάει, τους παίρνει στο αμάξι, τους πάει στο νοσοκομείο και πληρώνει τα έξοδα, χωρίς να ρωτήσει ποιοι είναι. Είναι προπονητής στη Ντοράδος, στη δεύτερη κατηγορία του Μεξικού, που λέει στους παίκτες του: «Μην με βλέπετε σαν τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Εδώ είμαι ο κόουτς. Ο Ντιέγκο είναι για μετά, στο asado και στα αποδυτήρια.» Είναι ο άνθρωπος που γράφει μήνυμα στον Σεμπαστιάν Μπλάνκο, όταν αυτός έχει σπάσει χιαστό και κάνει αποκατάσταση στην Αμερική: «Μη σε νοιάζει, θα γυρίσεις γρήγορα, αυτό δεν είναι τίποτα».

Και, ίσως το πιο συγκινητικό, είναι ο άνθρωπος που κάποτε, σε κουβέντα με τον Λουίς Ομάρ Τάπια, είπε ότι είχε ένα και μοναδικό όνειρο που δεν πρόλαβε να ζήσει. Να πάρει τις κόρες του στη Disney World στο Ορλάντο. Τους το είχε υποσχεθεί όταν ήταν μικρές. Στο Μουντιάλ του ’94 δεν πρόλαβε. Τα σύνορα των ΗΠΑ έκλεισαν οριστικά γι’ αυτόν, λόγω των ναρκωτικών, της Μαφίας, της σύγκρουσής του με την αμερικανική κυβέρνηση. Πέθανε χωρίς να εκπληρώσει αυτή τη μικρή, τόσο ανθρώπινη υπόσχεση. Ο μύθος ήταν τεράστιος. Ο άνθρωπος, κάποιες φορές, μικρός και τρυφερός. Αυτή η σύγκρουση είναι που τον έκανε τόσο αγαπητό.

Οι θεοί κοιτούσαν κι αυτοί

Οι ιστορίες γύρω από τον Μαραντόνα δεν ανήκουν μόνο στους φτωχούς της Νάπολης ή του Μπουένος Άιρες. Ανήκουν και στους ίδιους τους θεούς του ποδοσφαίρου. Ο Τιερί Ανρί θυμάται τον εαυτό του, εννιά χρονών, να παρακολουθεί Μεξικό ’86 και να νιώθει ότι βλέπει κάτι «μη φυσιολογικό». Χρόνια μετά, ως παγκόσμιος πρωταθλητής και παίκτης της Γιουβέντους, τον συναντά. Ο Ντιέγκο αγγίζει το πόδι του και του λέει: «Αν είχα αυτά τα πόδια, θα ήμουν ασταμάτητος». Ο Ανρί δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο παιδικός του θεός ξέρει ποιος είναι. Αργότερα, στην Άρσεναλ, άνθρωπος της οργάνωσης έρχεται και του λέει: «Ο Ντιέγκο θέλει να βγάλει μια φωτογραφία μαζί σου». Εκείνος απαντά με σεβασμό, «Εμείς πρέπει να του ζητάμε φωτογραφία, όχι εκείνος από μας».

Ακόμα και οι Αμερικανοί, που μεγάλωσαν σε μια χώρα όπου το ποδόσφαιρο ήταν κάτι μεταξύ εναλλακτικού σπορ και παρεξήγησης, έχουν να λένε. O Ρίκι Ντέιβις των Cosmos περιέγραψε σε μια συνέντευξή του την προσπάθεια που έκανε να τον μαρκάρει για 90 λεπτά. Συγκεκριμένα τη στιγμή που κοντρόλαρε ο Μαραντονα τη μπάλα, κοντά στη στην πλάγια γραμμή κάνοντας τα γνωστά «γκελάκια», χωρίς να την αφήνει να πέσει ποτέ, ενώ τον τραβούσε, τον έσπρωχνε, προσπαθώντας απλά να ακουμπήσει λίγο μπάλα, χωρίς επιτυχία. Όταν τελείωσε το παιχνίδι, ο Μπεκενμπάουερ του πέταξε τη φανέλα του Ντιέγκο, λέγοντάς του: «Εσύ τον μάρκαρες. Είναι δική σου γι αυτό που πέρασες» Κάπως έτσι ήταν πάντα. Οι μεγαλύτεροι να αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του κάτι που μόνο εκείνοι καταλάβαιναν. Πόσο δύσκολο ήταν να κάνεις αυτά που έκανε εκείνος να μοιάζουν τόσο εύκολα.

Τέλος μιας εποχής

Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατός του, η Αργεντινή πάγωσε. Τα γήπεδα άναψαν τους προβολείς τους, οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους, η σορός του εκτέθηκε στο προεδρικό μέγαρο, όπως ταιριάζει σε αρχηγό κράτους. Τρεις ημέρες εθνικό πένθος, ουρές χιλιομέτρων, δάκρυα, φωνές, οργή, τραγούδια. Στη Νάπολη, χιλιάδες άνθρωποι μαζεύτηκαν έξω από το γήπεδο που λίγο αργότερα θα έπαιρνε το όνομά του. Αγάλματα, τοιχογραφίες, βωμοί. Μια πόλη που, για πολλές δεκαετίες, ένιωθε ότι δεν έχει κανέναν, τώρα αποχαιρετούσε τον μοναδικό άνθρωπο που την έκανε να νιώσει πως ανήκει στην κορυφή του κόσμου.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη και την Αμερική, οι οθόνες γέμισαν με βίντεο, γκολ, δηλώσεις. Ο Πελέ έγραψε ότι «έχασε έναν μεγάλο φίλο και ο κόσμος έναν θρύλο». Ο πρόεδρος της Αργεντινής δήλωσε: «Μας πήγες στην κορυφή του κόσμου. Μας έκανες απίστευτα ευτυχισμένους. Ήσουν ο μεγαλύτερος όλων.»

Ο Άντρες Κάντορ το είπε ίσως πιο ωμά. «Ο Ντιέγκο συμβόλιζε το ποδόσφαιρο στην πιο καθαρή του μορφή. Με τον θάνατό του, πέθανε και ένα κομμάτι του ποδοσφαίρου. Θα υπάρξουν κι άλλοι μεγάλοι, αλλά η μέγιστη έκφραση αυτού του αθλήματος ήταν ο Μαραντόνα.»

Και τώρα;

Τι μένει, λοιπόν, μετά από όλα αυτά; Ένας άνθρωπος με θεϊκά πόδια και ανθρώπινα λάθη. Ένας τύπος που έδωσε στην Αργεντινή και στη Νάπολη κάτι που κανένας πολιτικός, κανένας οικονομολόγος, κανείς τεχνοκράτης δεν κατάφερε ποτέ να τους δώσει. Στιγμές καθαρής, συλλογικής ευτυχίας και αξιοπρέπειας.

Ο Μαραντόνα δεν ήταν πρότυπο με την έννοια που θα ήθελε ένα υπουργείο Παιδείας. Ήταν όμως ο καθρέφτης μιας εποχής και ενός κόσμου όπου οι φτωχοί, οι προδομένοι, οι θυμωμένοι μπορούσαν να κρεμάσουν όλες τις ελπίδες τους πάνω σε έναν άνθρωπο που έμοιαζε να λέει: «Κοιτάξτε, γίνεται».

Κάπου ανάμεσα στο «Χέρι του Θεού» και στο «η μπάλα δεν λερώνεται», ανάμεσα στα γκολ και τις καταχρήσεις, στις υποσχέσεις που τήρησε και σε εκείνες που δεν πρόλαβε ποτέ να κρατήσει, κρύβεται το πραγματικό μυστικό του. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν ήταν ποτέ απλώς ποδοσφαιριστής. Ήταν μια ιστορία που ο κόσμος έλεγε στον εαυτό του, για να αντέξει. Και ίσως γι’ αυτό, ο μύθος του θα συνεχίσει να παίζει μπάλα, εκεί όπου οι δρόμοι είναι χωματόδρομοι, οι μπάλες είναι πλαστικές και τα παιδιά πιστεύουν, ακόμα, ότι τα αδύνατα μπορούν να συμβούν.