Πριν από ακριβώς 55 χρόνια, το Easy Rider εμφανίστηκε στις κινηματογραφικές οθόνες μέσα από μια ατμόσφαιρα ψυχεδελικής ομίχλης. Επηρεασμένη έντονα από τη ροκ μουσική, τον ελεύθερο έρωτα και τα ναρκωτικά, αυτή η χαμηλού προϋπολογισμού, ταινία δρόμου αποτύπωσε με γλαφυρό τρόπο το πνεύμα της αντικουλτούρας στην Αμερική στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και έγινε γρήγορα κλασική ταινία. Η ταινία αφηγείται την ιστορία δύο μοτοσικλετιστών, του χίπη Μπίλι, τον οποίο υποδύεται ο σκηνοθέτης της, Ντένις Χόπερ, και του Γουάιτ, τον οποίο υποδύεται ο παραγωγός της, Πίτερ Φόντα. Το Easy Rider ξεκινά με τον Μπίλι και τον Γουάϊτ να διακινούν λαθραία κοκαΐνη από το Μεξικό για να την πουλήσουν σε έναν έμπορο ναρκωτικών στο Λος Άντζελες, τον οποίο υποδύεται ο διάσημος μουσικός παραγωγός Phil Spector (η ερμηνεία του οποίου φαίνεται ακόμη πιο δυσοίωνη υπό το φως της καταδίκης του για φόνο το 2009).

Καθώς ξεκινούν την οδύσσειά τους μέσα στο επιβλητικό αμερικανικό τοπίο υπό τους ήχους του Born to Be Wild του Steppenwolf, συναντούν χαρακτήρες που ενσαρκώνουν μερικές από τις αντικρουόμενες κοσμοθεωρίες που επικρατούσαν στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή. Από έναν αλκοολικό δικηγόρο για τα πολιτικά δικαιώματα (τον υποδύεται ο Τζακ Νίκολσον) μέχρι έναν διεφθαρμένο σερίφη, και από ένα χίπικο κοινόβιο μέχρι τους φανατικούς της μικρής πόλης. Οι κινηματογραφιστές φιλοτεχνούν το πορτρέτο μιας χώρας σε εξέλιξη. Το σλόγκαν στις αφίσες ήταν: « Ένας άνθρωπος έψαχνε για την Αμερική. Και δεν τη βρήκε πουθενά…».

Ο ίδιος ο Χόπερ εξήγησε στο BBC ότι ήθελε «βασικά να κάνει μια ταινία για το τι συνέβαινε στην Αμερική εκείνη τη στιγμή». Η δεκαετία του 1960 ήταν μια ταραχώδης περίοδος για τις ΗΠΑ, καθώς η χώρα περνούσε από ραγδαίες και σημαντικές πολιτιστικές αλλαγές. Η δεκαετία είχε ήδη γίνει μάρτυρας του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα και για την ισότητα, των αυξανόμενων αντιπολεμικών διαμαρτυριών καθώς ο πόλεμος του Βιετνάμ έπαιρνε δραματική τροπή, και μιας σειράς συγκλονιστικών δολοφονιών πολιτικών προσώπων όπως ο Τζον Κένεντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ, ο Ρόμπερτ Κένεντι και ο Μάλκολμ Χ.

Το χάσμα μεταξύ των γενεών φαινόταν να διευρύνεται. Πολλοί είχαν αγκαλιάσει τη νέα μουσική και κουλτούρα, πειραματίζονταν με τα ναρκωτικά και το σεξ και συχνά απέρριπταν ευθέως τις πιο παραδοσιακές αξίες και τον υλισμό των γονιών τους. Ο Χόπερ αισθανόταν ότι δεν υπήρχε τίποτα στον κινηματογράφο που να μιλάει άμεσα σε αυτούς τους νέους. Δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει τις ελπίδες και τους φόβους τους, το πώς επιθυμούσαν να ζήσουν και ότι αυτές οι προσδοκίες είχαν ανοίξει βαθιές διαιρέσεις στην αμερικανική κοινωνία. Είπε στο BBC το 1969 ότι δεν είχε δει καμία ταινία «που να κάνει ένα κοινωνικό σχόλιο για το τι συνέβαινε».

Το Easy Rider δεν ήταν ανορθόδοξο μόνο ως προς την επιλογή του θέματος, αλλά και ως προς την χαοτική κινηματογράφηση. Με έναν περιορισμένο προϋπολογισμό μόλις 400.000 δολαρίων από την Columbia Pictures, που κατά καιρούς σήμαινε ότι ο Fonda έπρεπε να πληρώνει το συνεργείο από την τσέπη του, η παραγωγή υιοθέτησε μια “Κάντο μόνος σου” προσέγγιση. Καθοριστική για την πλοκή της ταινίας ήταν η ιδέα του δρόμου ως σύμβολο ελευθερίας, οπότε ο Χόπερ έπρεπε να καταγράψει πλάνα του Μπίλι και του Γουάιατ καθώς διέσχιζαν τον φαινομενικά ατελείωτο αυτοκινητόδρομο. Αυτό το είδος κινηματογράφησης θα γινόταν συνήθως με την ενοικίαση ενός φορτηγού με κάμερα και ασύρματο. Αντ’ αυτού, οι κινηματογραφιστές αγόρασαν ένα Chevy Impala convertible του 1968, με σκοπό να πουλήσουν το αυτοκίνητο στο τέλος της ταινίας για να αποσβέσουν κάποια χρήματα. Στη συνέχεια, ο László Kovács κόλλησε μια κάμερα στο πίσω μέρος του με κόντρα πλακέ και σακούλες άμμου και κάθισε στο πίσω κάθισμα κινηματογραφώντας τον Φόντα και τον Χόπερ καθώς οδηγούσαν τις θρυλικές Harley-Davidson στον ανοιχτό δρόμο, κάνοντας σήματα με τα χέρια για να επικοινωνήσουν τι έπρεπε να κάνουν. Η παραγωγή εξοικονόμησε επίσης χρήματα κάνοντας γυρίσματα σε πραγματικές τοποθεσίες, αντί να κατασκευάσει ακριβά σκηνικά στούντιο, και γυρίζοντας σκηνές με φυσικό φως χρησιμοποιώντας χειροκίνητες κάμερες, γεγονός που προσέδωσε στο Easy Rider την αίσθηση της αυθεντικότητας.

Όμως η παραγωγή της ταινίας δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, όχι μόνο επειδή ο Hopper ήταν ένας ασταθής χαρακτήρας. Το 1969 εξομολογήθηκε στο BBC ότι είχε μπει στη μαύρη λίστα του Χόλιγουντ εξαιτίας της τάσης του να τσακώνεται με τους σκηνοθέτες. «Έπαιρνα οδηγίες από τον σκηνοθέτη αν ήταν ένας άνθρωπος που σεβόμουν», είπε. «Αν δεν σεβόμουν τον άνθρωπο, και τις περισσότερες φορές δεν τον σεβόμουν, δεν έπαιρνα οδηγίες». Τώρα για πρώτη φορά, ήταν ο ίδιος ο σκηνοθέτης, και κατέληξε να τσακώνεται για το παραμικρό κατά τη διάρκεια παραγωγής. Κάποια στιγμή ο τσακωμός του με έναν κάμεραμαν ήταν τόσο έντονος που ο τελευταίος δεν ήθελε να του παραδώσει το υλικό που είχε γυρίσει. Αυτή δεν θα ήταν η μόνη «έντονη διαφωνία» που είχε ο Χόπερ ως σκηνοθέτης στα γυρίσματα. Ο ηθοποιός Ριπ Τορν είχε αρχικά προσληφθεί για να παίξει το ρόλο του Νίκολσον,αλλά έφυγε λίγες εβδομάδες μετά τα γυρίσματα μετά από καυγά με τον Χόπερ. Ο ηθοποιός τον μήνησε το 1994 για δυσφήμιση, όταν ο Χόπερ ισχυρίστηκε ότι ο Τορν είχε τραβήξει μαχαίρι εναντίον του κατά τη διάρκεια του καυγά, ενώ το αντίθετο ήταν η αλήθεια. Στη συνέντευξη στο BBC, ο Χόπερ παραδέχτηκε ότι ήταν «δύσκολο να δουλέψεις μαζί του». Ο Φόντα το έθεσε πιο σικ όταν μίλησε στον Will Gompertz του BBC το 2014: «Ο Χόπερ ήταν λίγο μεγαλομανής».

Ο Χόπερ έπαιρνε σοβαρά την σκηνοθεσία και ήταν αφοσιωμένος στο όραμά του. Στη συνέντευξη στο BBC είπε ότι «είχε εκπαιδευτεί στη μεθοδική υποκριτική» και «να μην έχει προκατασκευασμένες ιδέες» για το πώς θα έπρεπε να εξελιχθεί μια σκηνή. Όταν είχε συνεργαστεί με τον Τζέιμς Ντιν ως νεαρός ηθοποιός στις ταινίες Rebel Without a Cause (1955) και Giant (1956), ο Ντιν του είχε πει: «Μην υποκρίνεσαι ότι καπνίζεις τσιγάρο, απλά κάπνισε». Ο Χόπερ εφάρμοσε αυτή τη συμβουλή στο μέγιστο στο Easy Rider. Για να δώσει ρεαλισμό και έναν χαλαρό αυθορμητισμό σε αυτή την ιστορία της αντικουλτούρας, πήρε, μαζί με τον Φόντα και τον Νίκολσον- γενναίες ποσότητες ναρκωτικών και αλκοόλ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας. Οι σκηνές σκηνοθετήθηκαν σε στυλ ντοκιμαντέρ, με τους συχνά μαστουρωμένους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάζουν σκηνές και διαλόγους.

Ο Νίκολσον δήλωσε στο περιοδικό Time το 1970 ότι «κάπνισε περίπου 155 τσιγαριλίκια» κατά τη διάρκεια των πολλαπλών γυρισμάτων μιας σκηνής στην οποία οι δύο μηχανόβιοι τον μυούν στη μαριχουάνα. Η υποκριτική πρόκληση για τον Νίκολσον αποδείχθηκε ότι ήταν να μπορέσει, μετά από όλα αυτά τα τσιγαριλίκια, να υποδυθεί τον Τζορτζ σαν να ήταν νηφάλιος. «Το να τα κρατάω όλα στο μυαλό μου μαστουρωμένος και να παίζω τη σκηνή σαν να μην είμαι και μετά να γίνομαι μαστουρωμένος, ήταν φανταστικό», είπε. Οι κινηματογραφιστές εκμεταλλεύτηκαν πλήρως την εγκατάλειψη του κώδικα Hays το 1968. Οι οδηγίες του Χόλιγουντ είχαν απαγορεύσει, μεταξύ άλλων, τη βωμολοχία, το γυμνό, τη ρεαλιστική βία και τη χρήση ναρκωτικών. Όταν ο Κώδικας αντικαταστάθηκε από το σύστημα αξιολόγησης MPAA, το «Easy Rider» εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο αυτή την ευκαιρία και η ειλικρινής απεικόνιση της χρήσης ναρκωτικών χωρίς λογοκρισία συνέβαλε στο μύθο γύρω από την ταινία. Ο Χόπερ υπερασπίστηκε τη λήψη ναρκωτικών στο BBC, λέγοντας ότι «θα ήταν εξωπραγματικό για αυτά τα δύο αγόρια στην Αμερική να μην καπνίζουν χόρτο», και υποστήριξε ότι το λαθρεμπόριο κοκαΐνης που έκαναν δεν ήταν πιο ανήθικο από άλλους καπιταλιστικούς τρόπους για να βγάλουν χρήματα. «Ίσως όλοι μας να εμπλεκόμαστε σε εγκληματικές πράξεις του ενός ή του άλλου είδους», είπε.
Το «Easy Rider» δεν επιδιώκει να παρουσιάσει τους μοτοσικλετιστές ως ήρωες, ή ακόμη περισσότερο ως καλούς ανθρώπους, αλλά απλώς ως αντανάκλαση της Αμερικής. «Λοιπόν, νομίζω ότι είναι τόσο καλοί όσο και οι ηγέτες τους, έτσι δεν είναι;», δήλωσε ο Χόπερ. Η ταινία απεικονίζει μια βαθιά ανησυχητική εικόνα των ΗΠΑ στις οποίες ζουν οι πρωταγωνιστές της. Καθιστά σαφή την απόρριψη και τη βάναυση βία που μπορεί να αντιμετωπίσουν τα άτομα που θεωρούνται παρείσακτοι. Όμως ο τρόπος που ντύνονται ο Billy και ο Wyatt, η απογοήτευσή τους από τις αξίες του κατεστημένου και η αναζήτησή τους για ταυτότητα και σκοπό χτύπησαν μια ευαίσθητη χορδή σε πολλούς νεαρούς Αμερικανούς.
Το ίδιο και το soundtrack του «Easy Rider» το οποίο κατάφερε να συλλάβει το ανήσυχο πνεύμα της εποχής. Τα τραγούδια των Jimi Hendrix, Steppenwolf, The Byrds, The Band και άλλων ήταν αρχικά απλώς μουσική που άρεσε στους δημιουργούς της ταινίας. Προορίζονταν μόνο για να λειτουργήσουν ως συμπληρωματικά του soundtrack, ενώ οι Crosby, Stills, Nash & Young δούλευαν πάνω στην κανονική μουσική επένδυση. Όμως το Easy Rider κατέληξε να μονταριστεί με τα τραγούδια αυτά μόνο, πράγμα που σημαίνει ότι ένα τεράστιο μέρος του τελικού προϋπολογισμού της ταινίας έπρεπε στη συνέχεια να δαπανηθεί για τα δικαιώματα ώστε να επιτραπεί η χρήση τους.
Παρά το γεγονός ότι η ταινία αρχικά κυκλοφόρησε μόνο σε έναν κινηματογράφο της Νέας Υόρκης, το Easy Rider βρήκε απήχηση στην αμερικανική νεολαία και έγινε γρήγορα εμπορική επιτυχία. Ο Χόπερ κέρδισε το Βραβείο Πρώτης Ταινίας στο Φεστιβάλ των Καννών το 1969, και ο Νίκολσον και το σενάριο του Easy Rider έλαβαν υποψηφιότητες για Όσκαρ. Η ταινία θα έφτανε σε εισπράξεις άνω των 60 εκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως.
Το Χόλιγουντ αιφνιδιάστηκε από την ξαφνική δημοτικότητα μιας ταινίας που γυρίστηκε με μικρό προϋπολογισμό εκτός του συστήματος των στούντιο. Η εισπρακτική επιτυχία του Easy Rider βοήθησε να ξεκινήσει μια εποχή όπου τα στούντιο έδωσαν σε νέους σκηνοθέτες, όπως ο Μάρτιν Σκορτσέζε, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, πολύ μεγαλύτερο δημιουργικό έλεγχο και ελευθερία πειραματισμού. Αυτοί οι σκηνοθέτες θα καθόριζαν στη συνέχεια τον αμερικανικό κινηματογράφο στη δεκαετία του 1970. Ο ίδιος ο Χόπερ φαινόταν μπερδεμένος από αυτή την αποδοχή από ένα Χόλιγουντ που προηγουμένως τον είχε απορρίψει. «Τρέχεις όσο περισσότερο μακριά από αυτούς και ξαφνικά βρίσκεσαι στη μέση περιτριγυρισμένος από το κατεστημένο», ανέφερε στο BBC.