Skip to main content

Ξεχωρίζει η επανεμφάνιση του μεγάλου Έλληνα δημιουργού Κώστα Γαβρά με το δράμα «Τελευταία Πνοή», ενώ το ενδιαφέρον τους έχουν και τα φιλμ «Presence» του Στιβ Σόντερμπεργκ και το πολυσυζητημένο «2073» του οσκαρικού Ασίφ Καπάντια. Επίσης, υπάρχουν δυο αξιοπρόσεκτες ταινίες Ελλήνων δημιουργών και το απαραίτητο, αλλά και διαφορετικό, horror της εβδομάδας, «The Monkey» του Οζ Πέρκινς.

 Η Νέα Χρονιά που δεν ήρθε ποτέ

Ρουμανία, λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1989, και το καθεστώς του Νικολάε Τσαουσέσκου βρίσκεται στο τέλος του. Όχι ότι οι απλοί άνθρωποι του Βουκουρεστίου το γνωρίζουν. H είδηση μιας εξέγερσης στην πόλη Τιμισοάρα και της επακόλουθης σφαγής των διαδηλωτών από τις κυβερνητικές δυνάμεις αποσιωπάται. O φόβος για τη δικτατορία εξακολουθεί να εμποδίζει πολλούς να μιλήσουν εναντίον της. Με το επιτυχημένο ντεμπούτο του σε μεγάλου μήκους ταινία, ο Bogdan Mureşanu βλέπει μια κομβική στιγμή της ρουμανικής ιστορίας, την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου, μέσα από τα μάτια και τις αλληλένδετες ιστορίες έξι απλών ανθρώπων.  Ο Μουρεσάνου, εμπλουτίζει το σενάριό του με μια πληθώρα παράλογων σκηνών, με στόχο να αναδείξει ότι η μεγάλη ιστορία μπορεί να συνθλίψει τις ζωές των ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα ένα από τα ατού της ταινίας είναι και η ανάπλαση της εποχής, χωρίς ίχνος νοσταλγικής γοητείας, καθώς η ατμόσφαιρα παραμένει πάντα παγερή και αποπνιχτική – ειδικά όταν οι ήρωες βρίσκονται στα μικρά παγωμένα διαμερίσματά τους, απολαμβάνοντας μία σχέση με την αλήθεια, ακούγοντας το Radio Free Europe. Η ταινία, που κέρδισε το βραβείο FIPRESCI στο τμήμα Οριζόντων του φεστιβάλ Βενετίας, ξυπνά δυσάρεστες αναμνήσεις για έναν λαό που πίστευε σε ένα καλύτερο μέλλον, αλλά είχε υποταχθεί στις συνθήκες που είχε επιβάλλει το καθεστώς.

 Τελευταία Πνοή

Ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς επιστρέφει, έπειτα από έξι χρόνια και το πολυσυζητημένο «Ενήλικοι στην Αίθουσα», με μία στοχαστική ταινία για τον θάνατο, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η θέληση του ανθρώπου να «φύγει όρθιος», με αξιοπρέπεια, χωρίς να βασανίζεται και να βασανίζει τους δικούς του. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μια ταινία για το θάνατο μπορεί να φανεί θλιβερή, αλλά η Τελευταία ανάσα – ένας προβληματισμός για την υγειονομική περίθαλψη και τη θνησιμότητα από τον βετεράνο σκηνοθέτη θα μπορούσε ίσως να είναι λίγο πιο ανάλαφρη. Βασισμένη σε ένα βιβλίο του φιλοσόφου Régis Debray και του ειδικού στην ανακουφιστική φροντίδα Claude Grange, η ταινία δραματοποιεί μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με τον θάνατο και τους τρόπους αντιμετώπισης της ανθρώπινης κατάστασης. Ίσως μοιάζει περισσότερο με ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ παρά με μια συναισθηματικά εξελισσόμενη μυθοπλασία. Όπως είπε και ο ίδιος «είναι ένα δυνατό συναίσθημα που τελικά σε καθιστά γαλήνιο μπροστά στο αναπόφευκτο. Το φιλμ, αποτελεί ένα διαλογισμό, για το τέλος της ζωής, έχοντας ως πρωταγωνιστές τους ετοιμοθάνατους, καθένας ένας τόμος συναισθημάτων και μιας πολύτιμης γνώσης, για αυτούς που μένουν πίσω.

 Presence

 Μια οικογένεια μετακομίζει σε ένα φαινομενικά ήσυχο προάστιο και σε ένα σπίτι, όπου «κατοικεί» ένα πνεύμα το οποίο αρχίζει να παρακολουθεί τη ζωή τους. Μελετώντας τους ανθρώπους που μπαίνουν σε αυτό, θα δούμε μαζί του, τη μητέρα της οικογένειας, μία εγωκεντρική γυναίκα, σκληρή επιχειρηματία, που αγνοεί τα αισθήματα των άλλων, τον ευγενικό άντρα της, τον έφηβο γιο τους, που είναι αλαζονικός και μοιάζει με τη μητέρα του και τη συνομήλικη αδελφή του, η οποία περνά μία περίοδο κατάθλιψης, έπειτα από τον πρόσφατο θάνατο της καλύτερης φίλης της. Η κόρη είναι και το πρώτο μέλος της οικογένειας που παρατηρεί την ύπαρξη του πνεύματος στο σπίτι, κάτι που τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς απορρίπτουν μέχρι να αρχίσουν να τρέμουν τα ράφια και να τρίζουν τα γυαλικά.

Το μεγάλο κόλπο του Presence είναι ότι η ταινία έχει γυριστεί εξ ολοκλήρου από μία οπτική γωνία από τον ίδιο τον Στίβεν Σόντερμπεργκ, και όλη η ιστορία εκτυλίσσεται από το σημείο του αινιγματικού υπερφυσικού επισκέπτη, ο οποίος παρακολουθεί την οικογένεια και κυρίως την Κλόι. Πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη ιδέα, αν και τελικά δεν μοιάζει να διαφέρει πολύ από μια ταινία τρόμου, όσο και αν ο Σόντερμπεργκ διασκεδάζει δοκιμάζοντας πόσο γρήγορα μπορεί να ανεβοκατεβαίνει μια σκάλα με την κάμερά του, η ταινία δεν είναι ακριβώς εφάμιλλη του 1917 όσον αφορά την σκηνοθεσία. Και εδώ βρίσκεται ο υπ’ αριθμόν ένα λόγος που δεν μπορώ να συστήσω το Presence: δεν υπάρχουν εκπλήξεις, δεν υπάρχει τρόμος και το σενάριο είναι αδύναμο. Και είναι κρίμα καθώς ο Σόντερμπεργκ παραδίδει ένα μάθημα κινηματογράφησης και αφηγηματικής εμβάθυνσης.

 Κυνήγι

Ενδεικτικό και θετικό δείγμα του νέου ελληνικού σινεμά είναι η δεύτερη αυτή ταινία, του Χρήστου Πυθαρά, που άφησε καλές εντυπώσεις στο 65ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.  Ο Γιάννης είναι ένας μεσήλικας σιδεράς που ζει μόνος του και στον ελεύθερο χρόνο του πηγαίνει για κυνήγι στο δάσος, μια ασχολία που βρίσκει τον εαυτό του και τον ηρεμεί. Στο αποπνιχτικό διαμέρισμά του η μοναξιά που νιώθει εντείνεται, ενώ μετά από το σιδεράδικο έρχονται οι άγρυπνες νύχτες καθώς το πιτ μπουλ του γείτονα, κακοποιημένο και κλειδωμένο μόνιμα στο μπαλκόνι, συνεχώς κλαίει και γαβγίζει. Όταν μάθει για τον εντελώς απροσδόκητο θάνατο της μητέρας του, θα επιστρέψει στο χωριό για την κηδεία. Η ζωή του ανατρέπεται, η απώλεια τον πονάει, νιώθει ενοχές. Ακόμη και στην κηδεία αισθάνεται ξένος ανάμεσα στους συγχωριανούς του, κοιτά με θλίψη το παρελθόν, νιώθοντας ότι έχει πάει στράφι η ζωή του.   Η ερμηνεία του ερασιτέχνη ηθοποιού Γιάννη Μπελή, στιβαρή, μυστηριώδης, μελαγχολική και εκφραστικά ελλειπτική, αναδεικνύει έναν μοναχικό άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που όλοι τον βλέπουν με μισό μάτι.

 Θολός Bυθός

 Η ιστορία, βασίζεται στην αληθινή ιστορία του συγγραφέα Γιάννη Ατζακά (ελεύθερη διασκευή των βιβλίων του «Θολός βυθός» και «Διπλωμένα φτερά») και αφορά τη δεύτερη περίπτωση, τις «παιδουπόλεις» της Φρειδερίκης, που εν αντιθέσει με εκείνους που τις ευγνωμονούν, ισχυριζόμενοι ότι εκεί τα παιδιά δεν πέθαναν από την πείνα και έμαθαν πέντε γράμματα, έρχεται να φωτίσει και να δώσει την πραγματική διάσταση της ύπαρξής τους, η νέα ταινία της Ελένης Αλεξανδράκη («Ξεριζωμένοι», «Η Νοσταλγός»).    Η αναπαράσταση της ζωής στα βασιλικά ιδρύματα γίνεται μέσα από το παιδικό βλέμμα και άλλοτε θυμίζουν φυλακή και άλλοτε παιδική χαρά, αλλά πάντα κάτω από την αυστηρή αρχή «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Και μέσα σε όλα, το άχαρο σκηνικό γίνεται και ο τόπος για την πρώτη φιλία, την πρώτη σεξουαλική αφύπνιση, αλλά και ασυνήθιστες σκέψεις για ένα παιδί, όπως ο ρόλος του πατέρα σε μια σκοτεινή ιστορία, που χαράκωσε τη ζωή του.

 Cleaner

Η Daisy Ridley υποδύεται μια καθαρίστρια παραθύρων ουρανοξύστη που έχει ξεμείνει σε μια κούνια ψηλά πάνω από το έδαφος καθώς τρομοκράτες κατακλύζουν το κτίριο με τον αυτιστικό αδελφό της μέσα.  Θεαματική όσο και προβλέψιμη αγωνιώδης περιπέτεια, στα χνάρια του «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει», που άνετα ο υπότιτλος της ταινίας του Μάρτιν Κάμπελ, θα μπορούσε να είναι «πολύ σκληρή για να πεθάνει».

The Monkey

Το The Monkey θα ήταν καλύτερα να ήταν μια ιστορία σε στυλ Ζώνης του Λυκόφωτος. Eίναι μια ανανεωμένη εκδοχή του, μόνο που στα 90 λεπτά χρειάζεται backstory και ανάπτυξη χαρακτήρων. Τα επεισόδια της Ζώνης του Λυκόφωτος ήταν 22 λεπτά, οπότε το κακό θα μπορούσε να υπάρχει εκεί για τον εαυτό του, αλλά σε μια ταινία μεγάλου μήκους, όταν χρειάζεσαι πολύ περισσότερο filler. Από τη στιγμή της ανακάλυψης ενός φαινομενικά ακίνδυνου παιχνιδιού, μιας μαϊμού με ταμπούρλο, σε μια παλιά οικογενειακή σοφίτα, αρχίζουν να εκτυλίσσονται περίεργα και φρικτά γεγονότα και να επηρεάζεται η ζωή ενός άνδρα, που έχει παρελθόν με το συγκεκριμένο παιχνίδι. Τεχνικά, η ταινία είναι δυνατή. Ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει την κάμερα για να δημιουργήσει σασπένς και τρόμο, και το μοντάζ είναι αυτό που ξεχωρίζει.