Υπήρξε πάντα κάτι ιερό στην Πάττι Σμιθ. Όχι με τη θρησκευτική έννοια, αλλά με εκείνη την αφοπλιστική, σχεδόν αρχαϊκή καθαρότητα που φέρουν οι άνθρωποι που δεν σταμάτησαν ποτέ να αναζητούν το φως μέσα στο σκοτάδι. Από το πρώτο της βήμα έξω από τον σταθμό λεωφορείων στη Νέα Υόρκη το 1967, μέχρι τη σημερινή της μορφή, μια σχεδόν μυστικιστική φιγούρα της τέχνης στα 79 της, η Πάττι Σμιθ δεν ησύχασε ποτέ. Ήταν πάντοτε εν κινήσει. Και τώρα, με το νέο της βιβλίο Bread of Angels, επιστρέφει για να ξαναγράψει όχι απλώς την ιστορία της, αλλά τον ίδιο της τον εαυτό. Υπάρχουν καλλιτέχνες που γράφουν βιβλία και υπάρχουν καλλιτέχνες που όταν γράφουν βιβλία ανοίγουν ένα σύμπαν. Η Πάττι Σμιθ ανήκει στο δεύτερο είδος. Με το Just Kids μάς έβαλε μέσα στη Νέα Υόρκη του ’60-’70, στο Chelsea Hotel, στον έρωτα και την τέχνη με τον Ρόμπερτ Μάπλθορπ. Με το νέο της βιβλίο, Bread of Angels, κάνει κάτι πιο δύσκολο: δεν νοσταλγεί, αναθεωρεί. Στα 79 της αποφασίζει να κοιτάξει ξανά τη ζωή της από όλες τις γωνίες, σαν έναν κυβιστικό πίνακα, όπως θα έλεγε κι η ίδια.
Το ψωμί των αγγέλων
Στο Bread of Angels, η Πάττι Σμιθ ανοίγει ξανά το προσωπικό της ευαγγέλιο. Επιστρέφει στα χρόνια της αθωότητας και της πείνας, κυριολεκτικής και δημιουργικής, τότε που μοιραζόταν ένα μικρό δωμάτιο στο Chelsea Hotel με τον Ρόμπερτ Μάπλθορπ, όταν οι λέξεις και οι εικόνες ήταν η μόνη τους τροφή.
Το βιβλίο ξεκινά σχεδόν σαν προσευχή. Η νεαρή Πάττι βγαίνει από τον σταθμό λεωφορείων της Νέας Υόρκης «με μια καρό βαλίτσα και μια φλόγα μέσα της». Θέλει να γίνει καλλιτέχνις, όχι για να ξεχωρίσει, αλλά για να σωθεί. Και κάπου ανάμεσα στις σελίδες, η μοίρα της συναντά τη μοίρα του Μάπλθορπ, μια σχέση σωτηρίας και συντριβής, μια από τις πιο εμβληματικές συνεργασίες του 20ού αιώνα. Δύο παιδιά που είχαν απορριφθεί από τις οικογένειές τους, βρήκαν οικογένεια το ένα στο άλλο. Αυτό το κομμάτι το ξέραμε από το Just Kids. Στο Bread of Angels το ξαναλέει με ωριμότητα: «Σώσαμε ο ένας τον άλλον»

Από εκεί, το Bread of Angels ξετυλίγει το νήμα που η Σμιθ άφησε πίσω στο Just Kids. Αν το πρώτο βιβλίο ήταν η αθωότητα, το δεύτερο είναι η αποκάλυψη. Εδώ, η Σμιθ επιστρέφει στα παιδικά της χρόνια, στα χρόνια της μητρότητας, στη φήμη, στην απώλεια, και τελικά στην ανακάλυψη ενός μυστικού που θα αλλάξει για πάντα την εαυτό της: ότι ο πατέρας που γνώριζε δεν ήταν ο βιολογικός της. «Έπρεπε να σκεφτώ ξανά την αλήθεια της ζωής μου», γράφει. «Και να αποδεχθώ ότι όσα πίστευα δεν ήταν έτσι».
Μια ζωή ανάμεσα στην πίστη και την εξέγερση
Από μικρή, η Σμιθ μεγάλωσε ανάμεσα σε δύο κόσμους: την πνευματικότητα και την αμφισβήτηση. Η μητέρα της, Μπέβερλι, είχε ασπαστεί τους Μάρτυρες του Ιεχωβά· ο πατέρας της, Γκραντ, της δίδαξε να αμφιβάλλει για όλα. Όταν της είπαν πως στην ουράνια Βασιλεία δεν υπάρχει χώρος για την τέχνη, η νεαρή Πάτι απάντησε μέσα της: τότε εγώ δεν έχω χώρο εκεί. Από τότε, η τέχνη έγινε η θρησκεία της. Μια πίστη που δεν χρειαζόταν ιερείς ή δόγματα, παρά μόνο τη φλόγα της δημιουργίας. Η Σμιθ θυμίζει πώς, από τα ποιητικά αναγνώσματα στο St. Mark’s Church, πέρασε στις πρώτες ηλεκτρικές εμφανίσεις πλάι στον Lenny Kaye, πώς γεννήθηκε η σκηνή του CBGB, πώς μια ποιήτρια που διάβαζε Ρεμπώ κατέληξε να ανοίγει δρόμο για το punk.
«Δεν υπήρχε σχέδιο. Μόνο μια οργανική αναστάτωση που με πήγε από το γραπτό στον προφορικό λόγο.» Αυτό το “χωρίς σχέδιο” είναι η ουσία της. Να δοκιμάζει, να αυτοσχεδιάζει, να μην φοβάται να σκοντάψει πάνω στη σκηνή. Ό,τι της είχε πει ο Sam Shepard: αν χάσεις το μέτρο, εφεύρε άλλο.
Όταν τραγουδούσε το «Jesus died for somebody’s sins, but not mine» στο Gloria, δεν προσπαθούσε να προκαλέσει, έκανε ομολογία πίστης. Πίστης στον εαυτό, στη γλώσσα, στη δυνατότητα του ανθρώπου να γίνει κάτι περισσότερο. Αλλά το ενδιαφέρον δεν είναι το ροκ timeline, άλλωστε το έχουμε ξανακούσει. Το ενδιαφέρον είναι ότι το λέει σαν κάποια που δεν είχε σχέδιο.

Η ευλογία της καθημερινότητας
Στο Bread of Angels η Σμιθ μιλάει για τη μητρότητα με την ίδια ποιητική απλότητα με την οποία μιλάει για τον Θεό ή τη μουσική. Περιγράφει το σπίτι της στο Μίσιγκαν με τον Fred “Sonic” Smith σαν έναν μικρό ναό γεμάτο μουσική, σιωπή, παιδιά, δέντρα και γράψιμο στο τραπέζι της κουζίνας. Μπορεί να αποσύρθηκε από τη σκηνή, αλλά δεν έπαψε να δημιουργεί, εκεί, ανάμεσα στα αχλάδια και στα παιδικά παιχνίδια. Έγραψε «ένα εκατομμύριο λέξεις», προετοιμάζοντας το έδαφος για το Just Kids. Η ίδια το λέει καθαρά: «Μπορεί να μην έκανα συναυλίες, αλλά εξελισσόμουν δημιουργικά, πνευματικά, ανθρώπινα». Η Σμιθ δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ανήσυχο πνεύμα και δημιουργική. Όλη αυτή την ενέργεια την μετέφερε μέσα στο σπίτι, στα παιδιά της, στα ποιήματα που περίμεναν να γεννηθούν.

Το ψωμί, οι άγγελοι και η αιώνια παιδικότητα
Στα 79 της, η Πάτι Σμιθ εξακολουθεί να εκπέμπει μια ενέργεια που μοιάζει με εφηβεία και αιωνιότητα μαζί. «Αισθάνομαι δέκα και εκατό χρονών ταυτόχρονα», είπε σε μια πρόσφατη συνέντευξη. Κι αυτή είναι ίσως η πιο ακριβής περιγραφή του τι σημαίνει να είσαι η Πάτι Σμιθ: μια ψυχή που δεν γερνά, γιατί δεν έπαψε ποτέ να μαθαίνει. Το Bread of Angels δεν είναι απλώς ένα βιβλίο αναμνήσεων, είναι μια πράξη συγχώρεσης. Μια επανεξέταση του εαυτού, μια τελευταία απολογία πριν τη σιωπή. Μιλά για την απώλεια, τη μοίρα, το σώμα, το πνεύμα, τη γλώσσα και τελικά για την ακατάλυτη πίστη ότι όλα έχουν νόημα αν συνεχίσουμε να δημιουργούμε. Όπως γράφει η ίδια: «Οι λέξεις είναι απλώς κανόνες και κανονισμοί για μένα. Εγώ απλώς κάνω αυτό που θέλω ή δεν το κάνω»

Η Patti Smith σήμερα
Η εικόνα είναι σχεδόν κινηματογραφική: μαύρο σακάκι, τζιν γυρισμένο, λευκά high-tops, γκρι μαλλιά, σκούφος. Ένα σώμα που κουβαλάει CBGB, Chelsea Hotel, Ρόμπερτ Μάπλθορπ, Μπομπ Ντίλαν, αλλά μιλάει τώρα για ένα ιαπωνικό αστυνομικό μυθιστόρημα που γράφει. Παιδική απορία και αρχαία γνώση. Και ίσως γι’ αυτό, πενήντα χρόνια μετά το Horses, η Πάτι Σμιθ παραμένει η πιο αληθινή φωνή της τέχνης. Γιατί ποτέ δεν προσπάθησε να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήταν: ένα παιδί με ένα τετράδιο, μια φλόγα, κι ένα ψωμί που μοιράζεται με τους αγγέλους.



