Η γραφή του είναι ένας λαβύρινθος χωρίς έξοδο. Κάθε πρόταση τραβάει τον αναγνώστη προς τα μέσα, σαν να τον ρουφά σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος διαλύεται, η ελπίδα εξαντλείται, κι όμως η τέχνη, μόνο αυτή συνεχίζει να στέκεται όρθια. Ο Ούγγρος Λάσλο Κρασναχορκάι, ο μεγάλος νικητής του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2025, δεν γράφει απλώς μυθιστορήματα. Χτίζει τελετουργίες από λόγο και σκοτάδι, παραβολές για το τέλος του πολιτισμού και τη διαρκή επιθυμία του ανθρώπου να βρει νόημα μέσα στο χάος.
Η γλώσσα ως αποκάλυψη
Η Σουηδική Ακαδημία τίμησε το «οραματικό έργο που, μέσα στον αποκαλυπτικό τρόμο, επαναβεβαιώνει τη δύναμη της τέχνης». Και πράγματι, τα βιβλία του Κρασναχορκάι μοιάζουν με ιερά κείμενα της σύγχρονης απελπισίας. Μακροσκελείς προτάσεις, παραισθητικές περιγραφές, αφηγήσεις που κυλούν σαν υπόγειοι ποταμοί. Ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται για την πλοκή, αλλά για τη ροή του νου, για εκείνη τη μουσικότητα που κάνει την γραφή του σχεδόν συμφωνική.

Από το χωριό του “Σαταντάνγκο” στο μοναστήρι του Κιότο
Το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Sátántangó» (1985), έστησε το σύμπαν του. Ένα χωριό-φάντασμα, ένας διάβολος-σωτήρας, μια κοινωνία που σαπίζει αργά. Το κείμενο απλώνεται σε κεφάλαια-μονολόγους, χωρίς ανάσα, σαν εξομολόγηση γραμμένη στο χείλος της καταστροφής. Ο Μπέλα Ταρ το μετέτρεψε σε μια επτάωρη κινηματογραφική οδύσσεια, μια από τις πιο υποβλητικές συνεργασίες λογοτεχνίας και σινεμά του 20ού αιώνα. Αργότερα, στο «Πόλεμος και Πόλεμος», ο ήρωας του ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη για να ανεβάσει στο διαδίκτυο ένα αρχαίο χειρόγραφο πριν αυτοκτονήσει. Είναι ένα βιβλίο για τη μοναξιά του δημιουργού, τη διασπορά του πνεύματος, και τη ματαιότητα της αθανασίας.

Στο «Η Σέιομπο πέρασε από εκεί κάτω» (2008), ο συγγραφέας περιπλανιέται ανάμεσα σε 17 επεισόδια αφιερωμένα στην ιερή στιγμή της δημιουργίας, από την ανατολή μέχρι τη δύση, από την Ιαπωνία έως την Ευρώπη. Όμως αν ψάχνετε μια είσοδο στον κόσμο του, ξεκινήστε από το «A Mountain to the North» (2022), μια λιτή, υποβλητική νουβέλα σε ένα μοναστήρι του Κιότο, όπου η σιωπή γίνεται μορφή προσευχής. Είναι το πιο προσιτό του έργο, και ίσως το πιο συγκινητικό του.
Η μελαγχολία ως τέχνη
Κάθε του βιβλίο είναι μια προφητεία χωρίς Θεό. Η γραφή του Κρασναχορκάι ακροβατεί ανάμεσα στο απόλυτα μελαγχολικό και στο απόλυτα ωραίο. Είναι εκεί όπου ο άνθρωπος, μικρός και κουρασμένος, ψάχνει μια χαραμάδα φωτός μέσα στην ερειπωμένη Ευρώπη της μετανεωτερικότητας. Η τον είχε χαρακτηρίσει «τον πιο σημαντικό συγγραφέα που ζει σήμερα». Ο Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ μιλούσε για «έναν ρυθμό που μοιάζει με προσευχή». Ίσως γιατί ο Κρασναχορκάι μάς υπενθυμίζει πως η λογοτεχνία δεν είναι απόδραση, είναι αντίσταση. Κι όταν ο κόσμος μοιάζει να καταρρέει, αυτός συνεχίζει να γράφει με την πεισματική πίστη ενός μοναχού: ότι μέσα στο χάος, υπάρχει ακόμη μουσική.



