Skip to main content

Οι μπάντες μοιάζουν με εκρηκτικούς μηχανισμούς. Τις δένει η τέχνη, τις κρατά όρθιες η ανάγκη, τις καταβροχθίζουν οι εγωισμοί, οι εξαντλητικές περιοδείες, η πίεση να μείνουν για πάντα «σημαντικοί». Άλλες διαλύονται με κρότο και άλλες με ένα ξεφούσκωμα πίσω από σκηνές που μυρίζουν στάσιμη μπίρα και ιδρώτα. Κάποιες απλώς πρέπει να τελειώσουν, ίσως μαζί τελειώνουν και οι άνθρωποι που τις έφτιαξαν. Όμως υπάρχουν αποχωρισμοί που δεν μοιάζουν με τέλος. Μοιάζουν σαν κάποιος να έκλεισε το διακόπτη στη μέση του καλύτερου κομματιού. Και όταν μιλάμε για τους Nirvana, μιλάμε για τη μπάντα που δεν πρόλαβε ποτέ να αποχωρήσει.

Το 1991 ο κόσμος άλλαξε χωρίς κανείς να το καταλάβει αμέσως. Ένα riff, μια φωνή που ακροβατούσε ανάμεσα σε κραυγή και ψίθυρο, και μια μπάντα που έγινε από το πουθενά «η μεγαλύτερη μπάντα του πλανήτη». Το Smells Like Teen Spirit γεννήθηκε σαν κάτι που δεν ήθελε να γίνει ύμνος. Ήταν απλώς η υστερική απάντηση ενός παιδιού που βαρέθηκε την υποκρισία. Μέσα σε λίγους μήνες, οι αφίσες του Michael Jackson έφυγαν από τους τοίχους για να πάρουν τη θέση τους τα καρό πουκάμισα και τα σκισμένα jeans του Seattle. Η βιομηχανία ξαφνικά σάστισε: η επιτυχία μπορούσε να είναι ειλικρινής; Η τρέλα μπορούσε να γίνει mainstream; Ο Kurt Cobain ήταν το πιο απρόθυμο είδωλο που είχε γνωρίσει αυτή η εποχή, κι ακριβώς γι’ αυτό έγινε η φωνή της.

Η άνοδος ήταν πολύ γρήγορη. Πολύ δυνατή. Και γι’ αυτό μοιραία επικίνδυνη. Τρία άλμπουμ, Bleach, Nevermind, In Utero κι ένα MTV Unplugged που ακούγεται σαν πρόωρη νεκρώσιμη ακολουθία. Ένα ολόκληρο καλλιτεχνικό σύμπαν στριμωγμένο μέσα σε τέσσερα χρόνια. Τόσος λίγος χρόνος για να καταλάβει ο κόσμος τι του συνέβη. Και όμως, η ηχώ εκείνης της εποχής ακόμη αντηχεί σε πλατφόρμες όπου δισεκατομμύρια ακροάσεις συνεχίζουν να ξαναζεσταίνουν μια φωτιά που ποτέ δεν έσβησε.

Ύστερα, η σιωπή. Ο Kurt Cobain, που ένιωθε την επιτυχία σαν βράχο δεμένο στο στήθος του, αποφάσισε να κλείσει την ένταση απότομα, στα 27 του χρόνια. Η είδηση έσκασε σαν βόμβα. Σοκαρισμένα παιδιά κάθονταν πάνω στα κρεβάτια τους, κοιτώντας αφίσες που ξαφνικά είχαν γίνει μνημόσυνα. Ραδιόφωνα που χθες έπαιζαν δυνατά, τώρα ακουγόντουσαν σαν να ζητούσαν συγγνώμη. Οι Nirvana διαλύθηκαν χωρίς κανένα «αντίο». Όχι επειδή ήθελαν. Αλλά επειδή δεν υπήρχε τρόπος να συνεχίσουν όταν η καρδιά της μπάντας είχε σταματήσει.

Ο Dave Grohl βρήκε σωσίβιο στην επόμενη ζωή του, και οι Foo Fighters έγραψαν τη δική τους ιστορία. Ο Krist Novoselic χάθηκε σε μικρότερα σχέδια, σαν κάποιος που προχωρά χωρίς να ξέρει πού ακριβώς πηγαίνει. Κανείς τους δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Γιατί πίσω υπήρχε ένας φίλος που είχε φύγει, ένα συγκρότημα που δεν είχε τελειώσει, μια ιστορία που είχε μείνει μισή.

Κι εκεί βρίσκεται όλος ο πόνος. Δεν χάσαμε μόνο έναν μουσικό. Δεν χάσαμε απλώς τη μπάντα που άλλαξε το ροκ. Χάσαμε όλα όσα δεν πρόλαβαν να υπάρξουν. Τι θα έγραφαν οι Nirvana αν ο Cobain έβρισκε μια χαραμάδα ζωής; Πώς θα μεγάλωναν; Πώς θα εξελίσσονταν; Τι μουσική θα είχαν χαρίσει σε μια εποχή που ακόμη ψάχνει αυθεντικότητα; Αυτές οι απαντήσεις δεν θα δοθούν ποτέ. Και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ακόμη πονάμε.

Οι Nirvana έμειναν στο σημείο που όλα ήταν πιθανά. Και οι ιστορίες που διακόπτονται απότομα δεν γίνονται ποτέ ανάμνηση. Γίνονται φάντασμα. Ένα φάντασμα που στοιχειώνει δισεκατομμύρια ακροάσεις και ένα πρόσωπο με ένα χαμόγελο και δυο Χ για μάτια, σαν να μας λέει: «Δεν θα μάθετε ποτέ τι θα ακολουθούσε».

Κι έτσι, δεν τους ξεπεράσαμε. Δεν τους πενθήσαμε καν σωστά. Τους κρατάμε σε εκείνο το απόλυτο σημείο: νέοι, άγριοι, αληθινοί, στην κορυφή της μουσικής και στην άβυσσο της ανθρώπινης ευθραυστότητας. Οι Nirvana δεν έφυγαν. Πάγωσαν στον χρόνο. Και γι’ αυτό, όσο κι αν περάσουν τα χρόνια, δεν θα σταματήσουμε ποτέ να τους ακούμε σαν να είναι ακόμη εδώ.

Πάντα στη μέση του καλύτερου κομματιού τους.