Η απουσία σύσσωμης της Αριστεράς από την κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου, εκτός της Πλεύσης Ελευθερίας, δεν είναι ένα «μικρό πολιτικό περιστατικό». Είναι μια εικόνα με συμβολισμό πυκνό, ένα στιγμιότυπο που καθρεφτίζει τη σχέση μιας ολόκληρης πολιτικής παράδοσης με την κοινωνία που λέει πως εκπροσωπεί. Η απουσία σύσσωμης της Αριστεράς από την κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου ήταν μια δήλωση όχι για τον Σαββόπουλο, αλλά για τους ίδιους. Μια δήλωση αυτάρκειας, ιδεολογικού σνομπισμού, ίσως και πολιτικής ανικανότητας να αναγνωρίσουν, πότε κάτι ξεπερνά την πολιτική. Γιατί εκεί, δίπλα στο φέρετρο ενός ανθρώπου που καθόρισε τη μεταπολιτευτική μας κουλτούρα, δεν έλειπε μόνο το «κόμμα». Έλειπε η παρουσία και η αναγνώριση ότι ο πολιτισμός δεν είναι στρατόπεδο, είναι κοινός τόπος.
Η απουσία του Αλέξη Τσίπρα ήταν η πιο ηχηρή. Ο πρώην πρωθυπουργός, που κάποτε υποσχόταν να ενώσει το λαό «χωρίς διαχωριστικές γραμμές», δεν μπόρεσε να σταθεί δίπλα ένα φέρετρο. Μάλλον γιατί στην Ελλάδα του 2025, το να πας σε μια κηδεία σημαίνει να «πάρεις θέση». Και ο Τσίπρας προτίμησε την ουδετερότητα της αμηχανίας από την ευθύνη της παρουσίας. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν ήταν ποτέ «βολικός». Ήταν αριστερός όταν δεν έπρεπε, δεξιός όταν δεν το άντεχαν, και κυρίως ελεύθερος, κάτι που η σημερινή Αριστερά φαίνεται να μην αντέχει ούτε ως ιδέα. Κι έτσι, όταν ήρθε η ώρα να τον αποχαιρετήσουν, προτίμησαν τη σιωπή. Τον άφησαν να φύγει μόνος, λες και το να σταθείς δίπλα σ’ έναν άνθρωπο που τραγούδησε για τη χώρα σου είναι πολιτική προδοσία.

Πιθανόν, κάπου στη μετάβαση της Αριστεράς από τον δρόμο στην εξουσία, κάτι χάθηκε. Η Αριστερά της Μεταπολίτευσης, που κάποτε διεκδικούσε το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, άρχισε να την πειθαρχεί. Οι καλλιτέχνες έπρεπε να τραγουδούν “σωστά”, να ζωγραφίζουν “σωστά”, να σκέφτονται “σωστά”.
Όποιος δεν ταίριαζε στο κάδρο, διαγραφόταν σιωπηλά. Ο Θεοδωράκης έγινε «ανεπιθύμητος» όταν στήριξε τη συμφιλίωση και όχι τη ρήξη. Ο Χατζιδάκις θεωρήθηκε “απολιτίκ” επειδή υπερασπίστηκε την ατομικότητα απέναντι στη μάζα. Ο Σαββόπουλος έγινε “δεξιός” επειδή μεγάλωσε, και τόλμησε να πει δημόσια ότι άλλαξε. Η Αριστερά δεν του το συγχώρεσε ποτέ. Όχι επειδή διαφώνησε μαζί του, αλλά επειδή της θύμισε ότι κι εκείνη άλλαξε.
Η Αριστερά του 21ου αιώνα στην Ελλάδα μοιάζει να έχει χάσει την ικανότητα να συνδιαλέγεται με το συναίσθημα. Έχει εγκλωβιστεί στην ιδεολογική καθαρότητα, στη γλώσσα της καταγγελίας και στην ανάγκη να διατηρήσει την ηθική ανωτερότητα που κάποτε υπήρξε η δύναμή της. Όμως, στην προσπάθειά της να μην «λερωθεί», απομακρύνθηκε από τη ζωή όπως βιώνεται, από τις αντιφάσεις, τις αντινομίες, την ατέλεια που χαρακτηρίζει κάθε πραγματική κοινωνία.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν ο Σαββόπουλος «άξιζε» τιμές ή αν «πρόδωσε» ιδέες. Το ερώτημα είναι αν η Αριστερά έχει πάψει να αναγνωρίζει τα κοινά πολιτισμικά σημεία αναφοράς που ενώνουν τους ανθρώπους πέρα από τα κόμματα. Αν μπορεί να σταθεί δίπλα σε μια πλατεία που τραγουδάει χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσει το γιατί.
Γιατί μια Αριστερά που δεν συμμερίζεται τα σύμβολα, τις συγκινήσεις και τις τελετές της κοινωνίας της, κινδυνεύει να γίνει περιθώριο. Μια Αριστερά που δεν μπορεί να αναγνωρίσει τη συγκίνηση των «άλλων» καταλήγει να μιλάει μόνο στον εαυτό της. Να ζει μέσα σε μια ηχώ ιδεολογικής καθαρότητας, μακριά από την πραγματική ζωή. Κι αν κάποτε η Αριστερά ήταν η φωνή της προόδου, της ρήξης και της ελευθερίας, σήμερα η στάση της δεν είναι πλέον προοδευτική, αλλά αμυντική. Δεν ακούει, δεν συνομιλεί, δεν αγγίζει. Η κηδεία του Σαββόπουλου δεν ήταν πολιτική πράξη. Ήταν πολιτισμικός καθρέφτης. Και η Αριστερά, κοιτώντας τον, δεν αναγνώρισε τον εαυτό της. Ίσως γιατί δεν υπάρχει πια εκεί.
Αν η απουσία από μια κηδεία συμβολίζει κάτι, είναι αυτό το διαζύγιο με την κοινωνία. Και το ερώτημα που μένει είναι αν αυτή η αποξένωση μπορεί να θεωρηθεί προοδευτική, ή αν πρόκειται για τη μεγαλύτερη ήττα της…



