Κάθε τόσο η εποχή μας αποκαλύπτει έναν νέο φόβο. Μια νέα κρίση που διασχίζει τις ειδήσεις, τα timelines, τις συζητήσεις, τα βλέμματα. Μόνο που ο πιο επικίνδυνος φόβος είναι αυτός που δεν κοιτάζει ποτέ κανείς, γιατί είναι αόρατος. Γιατί δεν κάνει θόρυβο. Γιατί δεν γίνεται έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Η σύγχρονη ζωή μας βυθίζει σε ένα αόρατο κοκτέιλ χημικών ουσιών, ρύπων και τοξικότητας, κι εμείς το αντιμετωπίζουμε σαν φυσιολογικό υπόβαθρο. Σαμπουάν, καλλυντικά, συσκευασίες τροφίμων, αέρας, νερό, όλα κουβαλούν μια χημική υπογραφή που δεν βλέπουμε αλλά κουβαλάμε. Και κάπως έτσι, βολευτήκαμε μέσα σε μια εποχή όπου η τοξικότητα έχει γίνει μέρος της καθημερινότητας, ένα φόντο που δεν αμφισβητούμε. Το πρόβλημα δεν είναι πια επιστημονικό. Είναι βαθιά πολιτισμικό και βαθιά πολιτικό. Η επιστήμη παραδοσιακά δυσκολεύεται να αποδείξει αιτιώδεις σχέσεις στο 100%. Τα χημικά και οι τοξίνες είναι ύπουλα, δρουν αθροιστικά, εμφανίζονται μετά από χρόνια. Για δεκαετίες, η επίσημη απάντηση ήταν πάντα η ίδια: «Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία». Τώρα όμως υπάρχουν. Και τα στοιχεία είναι σκληρά.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (EEA), η μακροχρόνια έκθεση των Ελλήνων σε λεπτά αιωρούμενα σωματίδια — τα διαβόητα PM₂.₅ — προκάλεσε περίπου 10.700 πρόωρους θανάτους το 2022. Δέκα χιλιάδες επτακόσιοι άνθρωποι. Σαν να εξαφανίζεται μια ολόκληρη ελληνική πόλη κάθε χρόνο. Αυτό δεν είναι στατιστική. Είναι πραγματική απώλεια ζωής. Είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο που παραβιάζεται καθημερινά, σιωπηλά.

Και το σοκαριστικό δεν είναι ο αριθμός. Είναι ότι ως κοινωνία το αποδεχόμαστε. Δεν βλέπουμε πανικό, δεν βλέπουμε πολιτική πίεση, δεν βλέπουμε δημόσια συζήτηση. Κανείς δεν βγαίνει να πει: «Έχουμε μια αόρατη κρίση που μας σκοτώνει». Γιατί; Επειδή οι τοξικότητες αυτές δεν κάνουν θόρυβο. Δεν προκαλούν σεισμούς, δεν κλείνουν δρόμους, δεν γεμίζουν timeline. Είναι μικρότερες από το μάτι, αλλά μεγαλύτερες από τη βούληση του κράτους να συγκρουστεί με τα συμφέροντα. Στην Ελλάδα το ζήτημα παίρνει ακόμη πιο σκοτεινή διάσταση. Ζούμε σε μια χώρα όπου η περιβαλλοντική επικινδυνότητα αντιμετωπίζεται σαν γραφική υπερβολή. Κι όμως, όλοι έχουμε δει το νέφος στην Αθήνα. Όλοι έχουμε νιώσει τη μυρωδιά καμένου τις κρύες μέρες που ξεκινά η θέρμανση. Όλοι γνωρίζουμε περιοχές όπως το Θριάσιο, ο Βόλος, η Ελευσίνα, η Θεσσαλονίκη όπου τα επίπεδα ρύπανσης είναι μέσα στη μέρα υψίστης ατμοσφαιρικής αγωνίας. Αλλά το αφήγημα είναι πάντα το ίδιο: «Εντός ορίων». Ποια όρια όμως; Και για ποιον;
Πόση αόρατη απειλή είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε πριν αρχίσουμε να απαιτούμε διαφάνεια, προστασία και πολιτική ευθύνη;
Αυτό που αναδεικνύεται διεθνώς είναι ότι οι τοξίνες δεν είναι απλώς χημικές ουσίες. Είναι πολιτική αδράνεια. Είναι εταιρική σιωπή. Είναι θεσμική αδιαφάνεια. Είναι μια κοινωνία που έχει μάθει να ζει με το «λίγο χειρότερο αύριο» χωρίς να αναρωτιέται πώς φτάσαμε ως εδώ. Υπάρχει μια νέα συνειδητοποίηση που διαχέεται. Το σώμα μας δεν είναι πλέον ατομική υπόθεση. Είναι δημόσιος χώρος. Είναι το μέρος όπου συναντιούνται οι αποφάσεις της βιομηχανίας, οι παραλείψεις της πολιτείας και οι αδυναμίες της εποπτείας. Ξαφνικά οι τοξίνες δεν είναι θέμα οικολογίας αλλά θέμα δικαιοσύνης. Ποιος εκτίθεται; Ποιος προστατεύεται; Ποιος πληρώνει το τίμημα; Ποιος το κρύβει;

Όταν ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (EEA) δημοσιεύει ότι η Ελλάδα χάσει 10.700 ανθρώπους μέσα σε ένα έτος λόγω ενός μόνο παράγοντα (PM₂.₅), αυτό σημαίνει ότι είμαστε μια χώρα που δεν έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος της δικής της σιωπηλής κρίσης. Μια χώρα που θεωρεί αυτονόητο ότι η ποιότητα του αέρα είναι ένα ζήτημα «πολυτελείας». Μια χώρα όπου η πολιτική συζήτηση εξαντλείται σε ηχηρές αντιπαραθέσεις, ενώ το πραγματικό πρόβλημα αιωρείται μετρήσιμο, επίμονο, αόρατο.
Το πιο ανησυχητικό; Αυτοί οι αριθμοί αφορούν μόνο έναν ρύπο. Μόνο μια κατηγορία τοξικότητας. Δεν μετρούν χημικά στο νερό, βαρέα μέταλλα στο έδαφος, μικροπλαστικά στον οργανισμό, ενδοκρινικούς διαταράκτες στα καλλυντικά, βιομηχανικές εκπομπές στις πόλεις. Όλα αυτά είναι εκεί, γύρω μας. Και σχεδόν κανείς δεν τα βάζει όλα στο ίδιο τραπέζι. Η γενιά μας βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα που δεν μοιάζει με κανένα άλλο: Πόση αόρατη απειλή είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε πριν αρχίσουμε να απαιτούμε διαφάνεια, προστασία και πολιτική ευθύνη;
Αυτή είναι η νέα Χημική Εποχή. Μια εποχή όπου η τοξικότητα είναι λιγότερο ουσία και περισσότερο σύστημα. Όπου το πραγματικό δηλητήριο δεν είναι το μόριο, αλλά η σιωπή γύρω από αυτό. Κι όσο δεν μιλάμε, τόσο περισσότερο θα την αναπνέουμε.



