Skip to main content

«Κείνο που με τρώει κείνο που με σώζει

Είναι π’ ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη

Φίλους και εχθρούς στις φριχτές μου πλάτες

Όμορφα να σήκωνα σαν να ‘ταν επιβάτες»

(«Σαν τον Καραγκιόζη», 1975)

Είκοσι τέσσερις ώρες, μετά το φευγιό του Διονύση Σαββόπουλου, έχουν γραφτεί και ειπωθεί εκατομμύρια λέξεις για το έργο του, την προσφορά του, για όσα έγραψε και είπε. Εκατοντάδες επιθετικοί προσδιορισμοί – άλλοι επιτυχημένοι άλλοι ατυχείς – προσπαθούν να περιγράψουν το μέγεθος του. Δεν είναι εύκολο να χαρακτηρίσεις τον Διονύση Σαββόπουλο. Νομίζω ότι και ο ίδιος δύσκολα θα μπορούσε να περιγράψει ακριβώς τον εαυτό του. Ισως επειδή ήταν παραμυθάς. Παραμυθάς και τροβαδούρος του μεσαίωνα, που γύριζε με την κιθάρα του, τραγουδούσε ή κατέθετε σκωπτικά τις απόψεις του για τους συνανθρώπους για την κοινωνία που ζούσε και ανέπνεε. Στο πέρασμα των δεκαετιών όμως δεν ήταν ίδιος. Καθώς μεγάλωνε και άλλαζε,  άλλαζαν και οι ιδέες του. Θα μπορούσε να μείνει ίδιος; Σαφώς και θα μπορούσε. Αλλά δεν έμεινε. Ισως έβλεπε ότι δεν υπάρχουν λύσεις, ίσως κουράστηκε. Ισως άλλαξε και η οπτική του. Αυτό που δεν άλλαξε ήταν η τραγουδοποιία του. Και είτε μας αρέσει είτε όχι, με τα τραγούδια του και την περσόνα του, τις συναυλίες του, άλλαξε την ελληνική τραγουδοποιία.

Το περασμένο καλοκαίρι ήμουν παρών στην τελευταία του συναυλία – εντός Αττικής –  στο Rockwave του Σαββόπουλου και η αλήθεια είναι ότι είδα έναν διαφορετικό Διονύση. Καταβεβλημένος άφησε ουσιαστικά τους συνοδοιπόρους του στην σκηνή να «κάνουν παιχνίδι», κρατώντας ο ίδιος τον ρόλο, του «μεσάζοντα». Αυτό που δεν έλειψε ήταν οι παρλάτες του, οι ιστορίες του, η επικοινωνία με το κοινό του. Ως επί το πλείστων της γενιάς του ή κοντά σε αυτήν, την μόνη που μπορούσε ακόμη να επικοινωνήσει όπως παλιά.

Όπως και ο ίδιος επικοινωνούσε με… παλιακό τρόπο. Μιλούσε πάντα στον πληθυντικό. Ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου. Παρούσα η αστική του ευγένεια στις εκφράσεις του, σε κοιτούσε διεισδυτικά πριν αρχίσει να απαντά στις ερωτήσεις της συνέντευξης. Σκεφτόταν τις ερωτήσεις και τις σκέφτονταν πολύ. Μιλούσε αργά αλλά σταθερά, ήταν περιγραφικός και ουσιαστικός. Και έδινε «ατάκες». Ατακες έξυπνες, όχι … εξυπνακίστηκες. Μετρημένος. Όπως μετρημένος ήταν σε μια καλησπέρα, στην μουσική σκηνή Κεραμεικός, στην τότε επί σκηνής συνεργασία του, με τους Νίκο Πορτοκάλογλου, Γιώργο Μαργαρίτη. Καθισμένος στα παρασκήνια, στο δωμάτιό του με ένα λευκό κρασί στο ποτήρι του, έμοιαζε ως τον σοφό και αγέρωχο (τότε) μεσήλικα, που περίμενε να δει αν αυτό που είχε σχεδιάζει στο μυαλό του, «έβγαινε» στην σκηνή.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, δεν είχε το χάρισμα να σκηνοθετεί μόνο τις παραστάσεις – συναυλίες με μοναδικό τρόπο. Είχε το χάρισμα να σκηνοθετεί και τις συζητήσεις. Να κάνει και τον πιο ανούσιο διάλογο – αν και δεν μπορούσες να μιλήσεις ανούσια μαζί του- ουσιαστικό.

«Ψείρας» στην δουλειά του, δεν άφηνε τίποτα να του ξεφύγει. Τίποτα δεν ήθελε να γίνει μισό. Παρατηρούσε και διόρθωνε και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Και δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Όπως ο ίδιος έγραφε τους στίχους, την μουσική, έπαιζε την κιθάρα του και ερμήνευε τα τραγούδια του. Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν και παραμένει να είναι μία κατηγορία μόνο του. Ανοιξε τον δρόμο για τους τραγουδοποιούς, τους μοναχικούς τροβαδούρους που γράφουν τις δικές τους αλήθειες και τις μοιράζονται με όσους θέλουν να τις ακούσουν.