Μετά από μισό αιώνα με άγρια reefs μπάσου, απειλητικά συνθεσάιζερ και ενθουσιώδη πανκ ενέργεια, οι The Stranglers εμφανίστηκαν στο Ηρώδειο για μια βραδιά που απέδειξε ότι είναι ακόμα τόσο ζωντανοί όσο πάντα. Με πιστούς οπαδούς που βρίσκονται πλέον σε πολλές γενιές, το κοινό γέμισε το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού γεμάτο προσδοκία για μια μπάντα που αψήφησε τις πιθανότητες, ξεπέρασε τους συγχρόνους της και διατήρησε μια παρουσία τόσο ισχυρή όσο και επιβλητική.

Από τη στιγμή που τα φώτα έσβησαν, η σκηνική διαρρύθμιση μιλούσε από μόνη της. Μια κλασική ροκ διάταξη έδωσε το στίγμα της βραδιάς: τα ντραμς και τα πλήκτρα υπερυψωμένα σε βάθρα, τα δίδυμα Marshall stacks του Baz Warne να υψώνονται σαν φρουροί και το βροντερό μπάσο Ashdown του Jean-Jacques Burnel να μοιράζει reefs. Ο φωτισμός ακολουθούσε το ίδιο μοτίβο: μελαγχολικός, ατμοσφαιρικός και σκόπιμα συγκρατημένος στην αρχή του σετ, για να εκραγεί στη συνέχεια, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του «Always the Sun» και «Golden Brown» όπου το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς έδωσε στα τραγούδιαι μια μοναδική, μαγική ατμόσφαιρα.

Ξεκινώντας με τις ηχογραφημένες μελωδίες των «je ne regrette rien» και «Waltzinblack», οι The Stranglers δεν έχασαν χρόνο και ξεκίνησαν με το «Toiler on the Sea», ο γρήγορος ρυθμός του οποίου μας έβαλε στο κλίμα γι αυτό που θα ακολουθούσε. Το «Grip» μας θύμισε ότι ακόμα και μετά από 50 χρόνια, η μπάντα εξακολουθεί να έχει δύναμη με ένα από τα πιο εθιστικά riff του πανκ. Η βραδιά ήταν ένα ταξίδι στην πλούσια ιστορία των The Stranglers, αγγίζοντας τόσο τις πανκ ρίζες τους όσο και τις πιο πειραματικές, new wave τάσεις τους. Από το απειλητικό «Nice ‘n’ Sleazy» μέχρι την μελαγχολική ατμόσφαιρα του «The Raven», μια συναισθηματική αναφορά στους Jet Black και Dave Greenfield, κάθε τραγούδι έμοιαζε σαν ένα κομμάτι ιστορίας που αναβίωνε μπροστά στα μάτια του κοινού.

Αν υπήρχε ποτέ κάποια αμφιβολία για την αφοσίωση των οπαδών των Stranglers, μια ματιά στο κοινό του Ηρωδείου την διέλυσε. Το κοινό ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς: παλιοί οπαδοί που ακολουθούσαν το συγκρότημα για δεκαετίες, μαζί με νεότερους οπαδούς που ανακάλυπταν για πρώτη φορά την ακατέργαστη δύναμη της μουσικής τους. Ίσως κανείς δεν αποτύπωσε καλύτερα το πνεύμα της βραδιάς από έναν τύπο με μοϊκάνα και κιλτ. Ο JJ, πάντα ρεαλιστής, αναφέρθηκε στη μακροβιότητα της μπάντας με ευγνωμοσύνη και μαύρο χιούμορ απευθυνόμενος προς το κοινό λέγοντας ότι οι Stranglers είναι συνομήλικοι με το Ηρώδειο.

Μουσικά, το «Walk On By» ήταν μια αποκάλυψη, με το σόλο του Toby Hounsham στα συνθεσάιζερ και το εξαιρετικό κιθαριστικό παίξιμο του Baz Warne, που μετέτρεψαν το θρυλικό κομμάτι του Burt Bacharach σε ένα επιβλητικό ψυχεδελικό έπος. Το «Peaches» ήταν, όπως αναμενόταν, το αγαπημένο του κοινού, με το «βρώμικο» reef μπάσου του Burnel να στέλνει κύματα ενθουσιασμού σε όλo το αρχαίο θέατρο. Ακολούθησε το «Hanging Around», το «Something Better Change» και το «Tank», να κλείσουν τη βραδιά με μια αναφορά στα πρώτα βήματα της μπάντας.
Επιστρέφοντας στη σκηνή, ενώ το κοινό τους αποθέωνε, ο JJ Burnel έπαιξε το «Go Buddy Go» η ακατέργαστη ενέργεια του οποίου απέδειξε ότι οι The Stranglers, ακόμα και στα 50 τους, ξέρουν ακόμα πώς να ξεσηκώνουν το κοινό. Και όταν ήρθε η ώρα για το «No More Heroes», ολόκληρο το Ηρώδειο ενώθηκε μαζί τους, στο αποκορύφωμα μιας συναυλία που ήταν ταυτόχρονα μια γιορτή και μια προκλητική δήλωση προθέσεων με την τελική υπόκλιση. Απίθανο αν θα του ξαναδούμε, ο JJ Burnel είναι 73 ετών, αλλά μετά από μια βραδιά σαν αυτή, δεν θα στοιχημάτιζα εναντίον τους.