Skip to main content

Υπάρχουν σκηνοθέτες που χτίζουν ολόκληρη καριέρα πάνω σε ένα ύφος, ένα ιδίωμα, μια αισθητική επιμονή. Και υπάρχουν κάποιοι άλλοι, λιγότεροι, που χτίζουν μια ζωή πάνω σε μια ακατάσχετη επιθυμία κίνησης. Ο Wim Wenders ανήκει στη δεύτερη κατηγορία: ένας άνδρας που διασχίζει τον κόσμο όχι σαν τουρίστας αλλά σαν κάποιος που προσπαθεί επί δεκαετίες να βρει τη σωστή γωνία από την οποία μπορεί να ιδωθεί ο άνθρωπος. Σήμερα, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, τριήμερο κινηματογραφικό αφιέρωμα αλλά και το masterclass, μοιάζουν με μια μικρή παύση σε μια ζωή που δεν υπήρξε ποτέ ακίνητη. Στα 80 του χρόνια, ο Wenders παραμένει ένας ταξιδιωτικός συγγραφέας του κινηματογράφου, ένας άνθρωπος που γράφει καλύτερα σε πτήσεις προς το Μουμπάι παρά σε οποιοδήποτε γραφείο στο Βερολίνο.

Παιδί ενός κόσμου που έπρεπε να φτιαχτεί ξανά

Ο Wenders μεγάλωσε σε μια Γερμανία όπου το τοπίο κουβαλούσε ακόμη την ηχώ της ιστορίας. Η γενιά του γνώρισε τον κόσμο σαν μια σειρά ερειπίων πάνω στα οποία έπρεπε να τοποθετηθεί το μέλλον με προσοχή, αλλά και με μια άγρια, σχεδόν αθεράπευτη επιθυμία για νέα αρχή. Για τον ίδιο, αυτή η νέα αρχή δεν ήταν πολιτική· ήταν γεωγραφική. Το παιδί που ξεφυλλίζει εγκυκλοπαίδειες, χαρτογραφώντας πόλεις που δεν έχει δει ποτέ, καλλιεργεί μια επιθυμία φυγής που τελικά γίνεται κινηματογραφική γλώσσα. Στα έργα του, οι χαρακτήρες συχνά περιπλανώνται χωρίς σαφή προορισμό, χωρίς την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει ένα τέλος που πρέπει οπωσδήποτε να τους περιμένει. Αυτό το άνοιγμα προς τον κόσμο, αυτή η άρνηση να παραδοθεί σε μια αφήγηση που κλείνει τον κόσμο σε ένα κουτί, γίνεται το νήμα που ενώνει το Alice in the Cities, το Wings of Desire και το Paris, Texas.

Ο ξένος που βλέπει πιο καθαρά

Ο Wenders έχει μια σταθερή πίστη στην οξυδέρκεια του ξένου. Για εκείνον, η απόσταση δεν είναι εμπόδιο, είναι εργαλείο. «Αν καταλάβω τον τόπο ξέρω πού να βάλω την κάμερα», είχε πει. Δεν είναι μια τεχνική δήλωση αλλά μια υπαρξιακή. Η κάμερα, στο έργο του, δεν καταγράφει τόπους, καταγράφει την εμπειρία του να μην ανήκεις. Και ίσως γι’ αυτό το Βερολίνο των αγγέλων στο Wings of Desire έχει αυτόν τον μελαγχολικό παλμό. Ίσως γι’ αυτό το Τόκιο του Perfect Days μοιάζει περισσότερο με μια σειρά από εσωτερικούς χώρους παρά με έναν θορυβώδη μητροπολιτικό χάρτη. Ο Wenders δεν ενδιαφέρεται για τα αξιοθέατα, ούτε για τις εικόνες που περιμένει ο θεατής. Τον ενδιαφέρει η πόλη όπως τη βλέπει κάποιος που μόλις έφτασε: λίγο απ’ έξω, λίγο από μέσα, λίγο σαν να παρατηρεί έναν κόσμο που δεν είναι σίγουρος ότι τον αφορά.

Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο πραγματικό και στο μυθικό

Στην πορεία του, ο Wenders άφησε πίσω του τη διάκριση ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία. Στο Pina, στο Anselm ή στο The Salt of the Earth, το βλέμμα του λειτουργεί σαν αργή, προσεκτική αναπνοή: θρηνεί, εξετάζει, γοητεύεται. Σαν να κρατάει σημειώσεις ενός ταξιδιού που δεν έχει ημερομηνία επιστροφής. Όταν μιλά για τον χορό της Bausch ή τον κόσμο του Salgado, δεν μιλά σαν σκηνοθέτης που επιλέγει γωνίες λήψης. Μιλά σαν κάποιος που προσπαθεί να εξηγήσει πώς μια άλλη μορφή τέχνης τον έκανε να αισθανθεί πιο βαθιά τα όρια της δικής του.

Η επιθυμία για μια μελλοντική ουτοπία

Σε μια εποχή όπου η δυστοπία είναι το κατεξοχήν πολιτιστικό προϊόν, ο Wenders οραματίζεται μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που δεν θα βασίζεται στον φόβο. Είναι μια από τις πιο αντισυμβατικές ιδέες του. Ο κινηματογράφος, μετά από τόσους αιώνες ανθρώπινης ιστορίας, μπορεί ακόμη να λειτουργήσει ως χώρος ελπίδας.

Ένα masterclass που μοιάζει με προσωπικό ημερολόγιο

Η εμφάνισή του στη Στέγη δεν είναι απλώς μια ακαδημαϊκή στιγμή. Είναι μια σπάνια ευκαιρία να ακούσεις κάποιον που είδε τον κόσμο από χιλιάδες διαφορετικά παράθυρα, να μιλά για αυτό που πραγματικά τον συγκινεί. Τον τρόπο που ένας άγνωστος δρόμος μπορεί να αλλάξει μια ζωή. Ο Wenders, ακόμη και σήμερα, λειτουργεί σαν αυτός ο ξένος που βλέπει πιο καθαρά, ένας άνθρωπος που εμπιστεύεται το βλέμμα περισσότερο από τη γνώση. Και όσο η Αθήνα τον υποδέχεται στη Στέγη, ο ίδιος παραμένει πιστός στις δικές του μικρές, σχεδόν μοναστικές αρχές: περπάτα, μην ανοίγεις την τηλεόραση, απόφυγε τον θόρυβο, κοίτα τους ανθρώπους στα μάτια.

Δεν είναι συμβουλές παραγωγικότητας. Είναι το μανιφέστο ενός δημιουργού που, εδώ και μισό αιώνα, μας υπενθυμίζει ότι ο κινηματογράφος δεν χρειάζεται πολλά για να υπάρξει. Χρειάζεται απλώς την προσοχή μας.