Πέντε νέες κυκλοφορίες στην τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου. Ανάμεσά τους η πολυαναμενόμενη ταινία του ξεχωριστού Πολ Τόμας Άντερσον, Μία Μάχη Μετά την Άλλη με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, η επιστροφή της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, με το δραματικό γουέστερν Harvest, ενώ το ενδιαφέρον του έχει και το βιογραφικό δράμα Μπερλινγκουέρ: Η Μεγάλη Φιλοδοξία, με τον Έλιο Τζερμάνο.
Μια Μάχη Μετά την Άλλη
Μια μάχη μετά την άλλη, ο τίτλος του συναρπαστικού πολιτικού θρίλερ του Πολ Τόμας Άντερσον, θα ήταν επίσης ένας καλός τίτλος για την ιστορία της ανθρωπότητας. Όποτε πιάνω τον εαυτό μου να εύχομαι να ζούσα σε μια πιο ήρεμη εποχή, και αναρωτιέμαι: Πότε; Κάθε γενιά παλεύει για κάτι: το δικαίωμα ψήφου, την ισότητα, την αυτονομία, την αξιοπρεπή υγεία, τη δίκαιη αμοιβή, ακόμη και το δικαίωμα να συνεχίσει να αγωνίζεται. Όταν ο Τόμας Πίντσον δημοσίευσε το 1990 το μυθιστόρημά του Vineland, μια ιστορία που καλύπτει δεκαετίες και αφορά μια ομάδα μαχητικών χίπις που καπνίζουν μαριχουάνα από τη δεκαετία του ’60 μέχρι την εποχή του Ρήγκαν, φαινόταν να έχει αποδεχτεί ότι η αντικουλτούρα είχε χάσει τον αγώνα για την απελευθέρωση της ψυχής της Αμερικής, γράφοντας ότι μετά το Watergate «το πρόσωπο άλλαξε, η καταστολή συνεχίστηκε, έγινε ευρύτερη, βαθύτερη και λιγότερο ορατή».
Όταν ο Άντερσον θα ξανασυναντηθεί με τον συγγραφέα Τόμας Πίτσον, έπειτα από το Έμφυτο Ελάττωμα, που μετέφερε το 2014 στη μεγάλη οθόνη, αυτή τη φορά διασκευάζοντας το Vineland κρατά ό,τι του ήταν χρήσιμο από το μυθιστόρημα, ο Άντερσον και στήνει δεξιοτεχνικά ένα θρίλερ δράσης, με έντονες δόσεις πικάντικης ενέργειας, μιλώντας για τη μεταμορφωμένη πολιτική αγανάκτηση. Μία παραλλαγή της πλέον αναγνωρίσιμης ιδέας, για την αντικουλτούρα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ως φάρσα την επικράτηση της αμερικάνικης παρανοϊκής πολιτικής, συνοδευόμενης από την συγκλονιστική, γεμάτη νεύρο μουσική επένδυση του Τζόνι Γκρίνγουντ. Παράλληλα, όμως, μιλά και για μια δυσλειτουργική σχέση πατέρα – κόρης, σε έναν ιδιόμορφο συμβολισμό σε σχέση με τον χωρισμό παιδιών και γονέων μεταναστών στα σύνορα με το Μεξικό.
Μια επαναστατική ομάδα, γνωστή ως French 75, ξεκινά μια επιχείρηση στα σύνορα Μεξικού – ΗΠΑ, παίρνοντας ομήρους τους αξιωματικούς και απελευθερώνοντας τους μετανάστες. Η ομάδα, που έχει αρχηγό την Περφίντια, εξαπολύει την οργή της προς τον συνταγματάρχη Στίβεν Λόκτζοου ταπεινώνοντας τον σεξουαλικά πριν τον πετάξει έξω από τη βάση φύλαξης παράνομων μεταναστών. Στον συνταγματάρχη θα γίνει εμμονή η ταπείνωσή του και κυρίως με την Περφίντια, που την θεωρεί κατώτερο άνθρωπο, λόγω των ρατσιστικών πεποιθήσεών του, αλλά και της ιδιαίτερης σεξουαλικής του ζωής. Δεκάξι χρόνια αργότερα, ο Μπομπ με την έφηβη πλέον κόρη του, θα πρέπει να αντιμετωπίσει και πάλι τον Λόκτζοου. Ο Λόκτζοου δεν είναι μόνο ρατσιστής, αλλά υποστηρίζει ρατσιστικές πολιτικές κυρίως για δικό του όφελος. Είναι ένας άψυχος υποκριτής, ένας ακόμη από τους σημερινούς απατεώνες που επιδιώκουν επιρροή. Όσο απειλητικός και αν είναι ο Λόκτζοου, που κυνηγάει τη Γουίλα με μια μονομανία που θυμίζει τον Εξολοθρευτή, παραμένει εξίσου αξιολύπητος με τον άτυχο Πιτ. Σαν ένας μπάρμαν που φτιάχνει τη σύγχρονη εκδοχή του French 75, ένα κοκτέιλ της εποχής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που τιμά το αντιαεροπορικό πυροβόλο που βοήθησε τις συμμαχικές δυνάμεις να κερδίσουν τον πόλεμο, ο Anderson ξέρει ότι μπορείς να αλλάξεις βασικά συστατικά, τη γρεναδίνη με σαμπάνια, τη DEA με την ICE, ενώ εξακολουθείς να προκαλείς πονοκέφαλο στον Άνθρωπο. Σταθερή αξία ο Ντι Κάπριο, όπως και ο – στα όρια του καρτούν – Σον Πεν, ενώ αρκετά καλές είναι οι επιδόσεις και του υπόλοιπου καστ, απ’ το οποίο ξεχωρίζει εμφανώς ο Μπενίτσιο ντελ Τόρο, που μάλλον έχει κλείσει από τώρα θέση για το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου. Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Σον Πεν, Μπενίσιο ντελ Τόρο, Ρετζίνα Χολ, Τεγιάνα Τέιλορ, Τσέις Ινφινίτι κ.α.
Μπερλινγκουέρ: Η Μεγάλη Φιλοδοξία
Η δεκαετία του 1970 μοιάζει με έναν άλλο κόσμο, όταν ένας στους τρεις Ιταλούς ψηφοφόρους υποστήριζε το Κομμουνιστικό Κόμμα, η πολιτική συζήτηση είχε πραγματικό βάθος και οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν για το συλλογικό καλό περισσότερο από το ατομικό κέρδος. Και αυτή η περίοδος της ιταλικής ιστορίας και ένας από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της επιστρέφουν στη μεγάλη οθόνη με την ταινία Μπερλινγκουέρ: Η Μεγάλη Φιλοδοξία, τη νέα ταινία του Αντρέα Σέγκρε αφιερωμένη στον ιστορικό εθνικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος, Ενρίκο Μπερλιγκουέρ.
Η ταινία επικεντρώνεται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μεταξύ 1973 και 1978, όταν ο γραμματέας του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος στον δυτικό κόσμο (με πάνω από 1,7 εκατομμύρια μέλη και πάνω από 12 εκατομμύρια ψήφους) έφτασε στο αποκορύφωμά του και επιδίωξε τη μεγάλη του φιλοδοξία να συμφιλιώσει τον σοσιαλισμό και τη δημοκρατία, προσπαθώντας να διαλογιστεί με το κυβερνών κόμμα της Χριστιανικής Δημοκρατίας – τον λεγόμενο «ιστορικό συμβιβασμό» – προκειμένου να αποφευχθεί μια πτώση όπως αυτή του Αλιέντε στη Χιλή. Από το 1973, όταν γλίτωσε από επίθεση των βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών, έως τη δολοφονία του βασικού του συμμάχου, Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, και εν μέσω κομματικών συνελεύσεων και συναντήσεων με εργαζομένους, ομιλίες στο Κοινοβούλιο και ταξίδια στη Μόσχα, η δημόσια ζωή συμπίπτει με την ιδιωτική για να ζωγραφίσει το πορτρέτο ενός ανθρώπου που διακατέχεται από την ευγενή ιδεολογία του, σχεδόν σε σημείο εμμονής.
Ο Σέγκρε, που ήταν ντοκιμαντερίστας πριν στραφεί στις ταινίες μυθοπλασίας, βασίζει το έργο του σε σχολαστική έρευνα που πραγματοποίησε μαζί με τον συν-σεναριογράφο του Μάρκο Πετενέλο, με στόχο να μεταφέρει τις σκέψεις και τα λόγια του Μπερλινγκουέρ, βασιζόμενος σε βιογραφίες, συνεντεύξεις με τα παιδιά του, με συγγενείς και με συναδέλφους του κόμματος, καθώς και σε πρακτικά των συνεδριάσεων των διευθυντών του κόμματος που προέρχονται από το Ινστιτούτο Γκράμσι. Το αποτέλεσμα είναι μια πιστή και σχεδόν ντοκιμαντερίστικη αναπαράσταση του δρόμου που οδήγησε στην πραγματοποίηση αυτής της μεγάλης φιλοδοξίας (ή μεγάλης ψευδαίσθησης) για τη δημιουργία μιας δίκαιης κοινωνίας, ενσωματώνοντας ομαλά αρχειακό υλικό που χρησιμοποιείται για διδακτικούς ή ποιητικούς σκοπούς και συνοδεύεται από την πρωτότυπη μουσική του Iosonouncane. Παίζουν: Έλιο Τζερμάνο, Πάολο Πιερομπόν, Ρομπέρτο Τσίτραν, Έλενα Ραντονίτσιτς, Φαμπρίτσια Σάκι, Πάολο Καλαμπρέζι κα.
Harvest: μια αισθησιακή, σουρεαλιστική και αντικαπιταλιστική αλληγορία
Οι ταινίες της Αθηνάς Τσαγγάρη καταπιάνονται με τις πιο παράξενες πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τα τελετουργικά και τις ιδιομορφίες που επιδεικνύουμε για να επιβάλλουμε την εξουσία μας ή να δημιουργήσουμε σχέσεις. Το Attenberg (2010), η δεύτερη ταινία της που την έκανε γνωστή, παίζει με τις υπερβολικές χειρονομίες της θηλυκότητας για να μεταδώσει την αποξένωση μιας νεαρής γυναίκας που μεγαλώνει, ενώ στο Chevalier (2015) ένα ταξίδι με γιοτ στο Αιγαίο μετατρέπεται σε μάχη για την υπεροχή, καθώς οι άνδρες ναυτικοί επιδεικνύουν την αρρενωπότητά τους με διάφορους τελετουργικούς διαγωνισμούς. Το Harvest, η πρώτη αγγλόφωνη ταινία της Τσαγγάρη, είναι ένα ιστορικό δράμα που διαδραματίζεται στην παλιά αγροτική Σκωτία, γεμάτο λάσπη και αίμα. Ωστόσο, κάτω από τις αλλαγές στην αισθητική και την κλίμακα, τα θεματικά ενδιαφέροντα της Τσαγγάρη παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητα. Η ταινία συνεχίζει την εμμονή της Τσαγγάρη με τα τελετουργικά και τα έθιμα, καθώς και με τη δυναμική της εξουσίας και της ταυτότητας που αποξενώνει τους ανθρώπους μεταξύ τους. Και το ενδιαφέρον είναι ότι, αν και το Harvest διαδραματίζεται μερικούς αιώνες στο παρελθόν, μοιράζεται τον σκεπτικισμό για την καπιταλιστική πρόοδο που είναι κεντρικός στο έργο της Τσαγγάρη που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Σε μια κοινότητα αγροτών, που δουλεύουν στην περιουσία ενός άβουλου γαιοκτήμονα, καλλιεργώντας τη γη πατροπαράδοτα, θα φτάσει απροσδόκητα μία αλλαγή, πρώτα με τον χαρτογράφο, που θα έρθει για να καταγράψει την περιουσία του και τα σύνορά της και αμέσως μετά από τρεις ξένους, δυο άντρες και μια γυναίκα, που αρχικά είναι άγνωστο από πού ήρθαν. Η αλλαγή αυτή θα γίνει καθοριστική με την άφιξη ενός ξαδέλφου του γαιοκτήμονα και αληθινού ιδιοκτήτη της γης, που έχει μεγάλα σχέδια. Τα χωράφια θα σταματήσουν να καλλιεργούνται – αντί για στάρι, θα βόσκουν πρόβατα – οι περισσότεροι χωρικοί θα μείνουν χωρίς δουλειά, ενώ όλοι μιλούν για μια κατάρα που έφεραν οι ξένοι. Στη νέα εποχή, που ονειρεύεται ο ιδιοκτήτης της γης, οι πηγές πλούτου περιορίζονται στους λίγους, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Οι χωρικοί νομίζουν ότι είναι μία κατάρα, ενώ είναι το τραχύ πρόσωπο του καπιταλισμού, κάτι που η σκηνοθέτιδα μεταφέρει δεξιοτεχνικά και αφήνει να εννοηθεί σαφώς ότι δεν υπάρχουν και πολλές διαφορές από το σήμερα, δημιουργώντας μια βαθιά μελαγχολία, για την πορεία της ιστορίας και κυρίως την αδυναμία του απλού ανθρώπου να αποτρέψει μια δυσάρεστη εξέλιξη. Παίζουν: Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Χάρι Μέλινγκ, Ρόζι ΜακΓιούεν, Φρανκ Ντίλαν κα.