Μία από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων χρόνων, ένα διαμάντι από την Ινδία, το δραματικό «Όλα Όσα Φανταζόμαστε ως Φως» της εκπληκτικής Παγιάλ Καπάντια, αλλά και το ελκυστικό βιογραφικό δράμα, για τον Μπομπ Ντίλαν «A Complete Unknown», με τον Τίμοθι Σαλαμέ κάνουν πρεμιέρα απόψε. Το ενδιαφέρον τους έχουν και τα φιλμ «Και η Γιορτή Συνεχίζεται», του γνώριμου Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, «Αρκάντια» του Γιώργου Ζώη και «Συγχώρεση» του Ισραηλινού Ούντι Αλόνι. Επίσης, προβάλλονται η ταινία τρόμου «Λυκάνθρωπος» του Λι Γουανέλ και το ελληνικό ντοκιμαντέρ «Στην Κόψη του Ξυραφιού».
Όλα Όσα Φανταζόμαστε ως Φως
Δυστυχώς, το «All We Imagine as Light» δεν θα είναι υποψήφιο για το βραβείο Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας στα Όσκαρ, αφού το Φεστιβάλ Καννών προτίμησε την υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Emilia Pérez για το βραβείο Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας και η Ινδία το Lost Ladies. Το All We Imagine as Light είναι το είδος της διεισδυτικής ταινίας που θα μπορούσε να παρουσιαστεί στη συνέχεια ως μέρος της ύλης ενός μαθήματος Ινδικών Σπουδών (ή ακόμα και ενός μαθήματος φεμινιστικού κινηματογράφου). Η ιστορία τριών γυναικών, διαφορετικών γενεών, στη σύγχρονη Ινδία, που τις ενώνουν τα προβλήματα της μεγαλούπολης του Μουμπάι, της ζωής και της ανδροκρατούμενης κοινωνίας. Ο τέλειος συνδυασμός ποιητικής κινηματογράφησης, συναρπαστικών ερμηνειών, και εκπληκτικών εξελίξεων της πλοκής της δημιουργούν μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική εμπειρία, με καθολικά θέματα που θα βρουν απήχηση στους θεατές σε όλο τον κόσμο, αλλά που μιλάει ιδιαίτερα για τις ζωές των γυναικών, ειδικά στην Ινδία.

Αξίζει σίγουρα να αναφέρουμε ότι οι πολυσύχναστοι δρόμοι της πόλης που παρουσιάζει η σκηνοθέτης Καπάντια είναι υπέροχα αποτυπωμένοι, σχεδόν με τον τρόπο ενός επισκέπτη φωτογράφου, με μακρινά πλάνα παρατήρησης της φασαρίας των δρόμων. «Τα βράδια είναι εκεί που ξεκινάει η μέρα για μένα», λέει ένας χαρακτήρας σε λυρικό voiceover, καθώς βλέπουμε τους πλανόδιους πωλητές να ζωντανεύουν με πεινασμένους και διψασμένους θαμώνες να γεμίζουν τα στενά πεζοδρόμια. Η τεράστια αγορά, άστατη, ρυπαρή και γεμάτη θλίψη έχει κλείσει, τα γραφεία σχόλασαν, εκατομμύρια άνθρωποι συνωθούνται στα μέσα μεταφοράς. Διαφορετικές φωνές στους πολυσύχναστους νυχτερινούς δρόμους του Μουμπάι, μεταφέρουν τα βάσανα και τα όνειρά τους στην ατμόσφαιρα ενός πολύβουου χάους, της μεγαλούπολης των 20 εκατομμυρίων κατοίκων. Και όταν ο θόρυβος κοπάσει, η κάμερα της Καπάντια θα σκύψει με τρυφερότητα πάνω σε τρεις γυναίκες, διαφορετικών γενεών, που εργάζονται σε ένα νοσοκομείο. Η εκπληκτική εκκίνηση της ταινίας θα δώσει μία γεύση του τι θα ακολουθήσει.

Η Πράμπα, γύρω στα 45, δουλεύει ως νοσοκόμα σε ένα νοσοκομείο. Είναι εσωστρεφής, αξιοπρεπής, ευγενική, χωρίς να δίνει δικαιώματα, ούτε καν σε έναν ξενόφερτο γιατρό που μοιάζει να την έχει ερωτευθεί. Ο λόγος, στο ότι έχει παντρευτεί με προξενιό έναν άντρα που έφυγε για τη Γερμανία, υποσχόμενος ότι θα την καλέσει σύντομα κοντά του. Όμως, αυτό δεν συνέβη ποτέ και το ζευγάρι επικοινωνεί όλο και πιο λίγο, έχοντας αποξενωθεί. Η Πράμπα στο νοσοκομείο συνεργάζεται με τη νεαρή Ανού, μία νεότερη ατίθαση, παρορμητική και ερωτική κοπέλα που έχει σκανδαλίσει τους συναδέλφους της, καθώς βγαίνει ραντεβού, χωρίς να το κρύβει, με τον Σιάζ, που είναι μουσουλμάνος και καλό παλικαράκι. Η Πράμπα και η Ανού μοιράζονται το ίδιο διαμέρισμα, αλλά και όχι τις ίδιες πεποιθήσεις, καθώς η πρώτη θεωρεί την Ανού επιπόλαια και εγωίστρια και η δεύτερη την Πράμπα συντηρητική και συμβιβασμένη. Στην παρέα και η ηλικιωμένη γειτόνισσα Παρβάτι, που απειλείται με έξωση, μετά τον θάνατο του άντρα της. Όταν η Παρβάτι αποφασίσει να γυρίσει πίσω στο πατρικό της σπίτι, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, θα την ακολουθήσουν και οι δυο φίλες της, για να περάσουν μερικές ανέμελες μέρες μαζί. Μακριά από την πολύβουη μεγαλούπολη και γοητευμένες από την ομορφιά και την απλότητα της φύσης, οι τρεις γυναίκες θα σχεδιάσουν τη ζωή και το μέλλον τους.
Η Παγιάλ Καπάντια αποδεικνύεται ότι είναι μια σκηνοθέτης που πρέπει να παρακολουθήσουμε στο μέλλον και ανυπομονούμε να δούμε τι θα ακολουθήσει.
A Complete Unknown
Παρόλο που έχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια από τότε που ο Μπομπ Ντίλαν έφτασε στη σκηνή του East Village της Νέας Υόρκης, η επιρροή του στην αμερικανική κουλτούρα δεν έχει χαθεί ποτέ, παρά τις προσπάθειές του. Ακόμη μία, από τις, αμέτρητες πλέον, δραματοποιημένες βιογραφίες διάσημων καλλιτεχνών, αυτή τη φορά με την υπογραφή του έμπειρου Τζέιμς Μάγκολντ («Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου», «Κόντρα σε Όλα», «Λόγκαν») που πριν από 20 χρόνια είχε παρουσιάσει το ενδιαφέρον «Walk the Line», για τον Τζόνι Κας.

Αν είστε νέοι και δεν γνωρίζετε τον Μπομπ Ντίλαν και τη θέση του στην ιστορία, αυτή η ταινία είναι ένα τέλειο εισαγωγικό υλικό που θα σας παρουσιάσει με τον καλύτερο τρόπο έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Αμερικής. Αν γνωρίζετε τη ζωή και το έργο του Ντίλαν, πιθανότατα θα εκτιμήσετε ακόμα την αγάπη, τη φροντίδα και την ακρίβεια που τον παρουσιάζει η ταινία, κάτι που φαίνεται ότι ακόμη και ο ίδιος ο Ντύλαν το εκτιμά. Η ταινία έχει ώς θέμα τη μουσική πορεία του Μπομπ Ντίλαν, από το 1961 όταν μετακομίζει από τη Μινεσότα για τη Νέα Υόρκη, προκειμένου να συναντήσει το είδωλό του, τον Γούντι Γκάθρι, τη ραγδαία άνοδό του, τη σχέση του με την Τζόαν Μπαέζ, τις αντιπαραθέσεις για την καλλιτεχνική του ελευθερία και το προσωπικό είδος μουσικής του και την απογείωσή του το 1965, έπειτα από την εμφάνισή του στο Newport Folk Festival.

Η ταινία σκιαγραφεί την εσωτερική πραγματικότητα του Ντίλαν. Δεν ήθελε να είναι το όργανο κάποιου άλλου ή το μέσο για τους σκοπούς κάποιου άλλου. Επέμενε να σπάσει τα δεσμά των προσδοκιών και να χαράξει τη δική του άγρια καλλιτεχνική πορεία. Ο Τζέιμς Μάνγκολντ και η εξαιρετική δημιουργική του ομάδα το επισημαίνουν από την αρχή της ταινίας, όταν ο Ντίλαν αρνείται τους χαρακτηρισμούς για τον εαυτό του και τους άλλους. Η ταινία θίγει την ιδέα του εκ φύσεως εγωισμού που κρύβεται πίσω από αυτή την απόφαση και τις προθέσεις του Dylan να εξαπατήσει τους γύρω του και να δώσει προτεραιότητα στις ανάγκες του έναντι των άλλων. Σε μια από τις σπουδαίες ατάκες της ταινίας, η Μπαέζ του απευθύνεται: «Είσαι μαλάκας, Bob», και εκείνος χαμογελάει. Η άρνηση του Dylan να το πολεμήσει ή να συμμορφωθεί με τις προσδοκίες οποιουδήποτε άλλου για τη συμπεριφορά του είναι μέρος αυτού που τον κάνει να αποτελεί τον ορισμό του cool. Αλλά σίγουρα, το να φοράει γυαλιά μέσα στο σπίτι, να καπνίζει αλυσιδωτά, να γράφει όλα τα μεγάλα ροκ τραγούδια όλων των εποχών και οι μοτοσικλέτες δεν βλάπτουν την υπόθεση.

Ο Σαλαμέ, δεν αρκείται μόνο στην εμφανισιακή ομοιότητα ή στην κινησιολογία των ερμηνειών, είναι εμφανές ότι έχει δουλέψει αρκετά και τελικά φτάνει σε ένα καλό επίπεδο ερμηνείας, αν και ορισμένες φορές δείχνει ότι το πνεύμα και οι εσωτερικές αγωνίες του Ντίλαν δεν περνούν κάτω από το δέρμα του νεαρού ηθοποιού.
Και η Γιορτή Συνεχίζεται
Ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, γνωστός και ως «ο σκηνοθέτης της Μασσαλίας», στρέφει για μια ακόμη φορά την κάμερά του προς την αγαπημένη του γενέθλια πόλη, εμπιστευόμενος και πάλι τους στενούς συνεργάτες του, την Αριάν Ασκαρίντ και Ζαν – Πιέρ Νταρουσάν, για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, για να υφάνει, με τη γνώριμη ευαισθησία του, ιστορίες αγάπης, ανθρωπιάς και συντροφικότητας. Ο Γκεντιγκιάν («Η Ελπίδα του Κόσμου», «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο»), φωτίζει με τα ζεστά μεσογειακά χρώματα την αλληλεγγύη της εργατικής τάξης, τη δύναμη, που πηγάζει από μία μεσόκοπη γυναίκα, την ηρωίδα του, που παρά την πτώση των ψευδαισθήσεων για έναν ουτοπικό κόσμο, πιστεύει ότι ο αγώνας θα πρέπει να συνεχιστεί, παραδίδοντας ένα μανιφέστο ενάντια σε κάθε μορφή παραίτησης. Η Ρόζα, λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή της, παραμένει η ψυχή μιας λαϊκής γειτονιάς στη Μασσαλία, μοιράζοντας την αστείρευτη ενέργειά της, μεταξύ της οικογένειας, της εργασίας της και της πολιτικής δράσης της, με στόχο τη βοήθεια των αδυνάτων. Μήπως όμως, είναι ώρα να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα;
Αρκάντια
Ο Γιώργος Ζώης, οχτώ χρόνια έπειτα από το ντεμπούτο του με το αλληγορικό «Interruption», δείχνει αρκετά πιο ώριμος και έτοιμος να διαχειριστεί μία ταινία απαιτήσεων, αφομοιώνοντας με αυτοπεποίθηση τις κινηματογραφικές του επιδράσεις και δημιουργώντας μία μαγική σύνδεση φαντασμάτων και ζωντανών, παραδίδοντας ένα ερεβώδες και ταυτόχρονα τρυφερό φιλμ. Ένα θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα αναστατώνει τη χειμωνιάτικη ραστώνη του τουριστικού θέρετρου. Ο Γιάννης και η Κατερίνα καταφτάνουν σοκαρισμένοι για να αναγνωρίσουν το θύμα στο τοπικό νοσοκομείο. Θα προσπαθήσουν να συνδέσουν κομμάτια του παζλ της ζωής που χάθηκε, ερχόμενοι αντιμέτωποι με μια σειρά από αναπάντεχες αποκαλύψεις.
Συγχώρεση
Με 20 χρόνια καθυστέρηση έρχεται στη χώρα μας το συγκλονιστικό φιλμ του Ισραηλινού σκηνοθέτη και ακτιβιστή Ούντι Αλόνι, που πλέον ζει στο Βερολίνο και υπερασπίζεται το δικαίωμα των Παλαιστινίων να αντιστέκονται στο ισραηλινό απαρτχάιντ και την κατοχή. Ένα υβρίδιο ρεαλισμού και φαντασίας που εξετάζει με τολμηρότητα τις τραγωδίες της Μέσης Ανατολής, ξεκινώντας από το 1948, όταν μια εβραϊκή πολιτοφυλακή μπαίνει σε ένα παλαιστινιακό χωριό, το Ντέιρ Γιασίν και σκοτώνει πάνω από 100 χωρικούς. Αμέσως μετά, εκεί χτίζεται ένα ψυχιατρείο, όπου έπειτα από πολλά χρόνια θα καταλήξει ο ήρωας της ταινίας, ένας Εβραίος Αμερικάνος που είχε καταταχθεί στον Ισραηλινό στρατό και είχε σκοτώσει ένα παιδί.