Ο Jean-Michel Basquiat, διάσημος Αμερικανός καλλιτέχνης της δεκαετίας του 1980, έγινε γνωστός για τα εντυπωσιακά του έργα που συνδύαζαν στοιχεία της αφρικανικής και της αμερικανικής κουλτούρας. Η τέχνη του επηρεάστηκε βαθιά από την αγάπη του για τη τζαζ, την οποία άκουγε ασταμάτητα και ενσωμάτωνε στη δημιουργική του διαδικασία. Η τζαζ έπαιξε τεράστιο ρόλο στην τέχνη του Basquiat, ο οποίος αντλούσε έμπνευση από τις ομοιότητες μεταξύ των δύο μορφών τέχνης και από σημαντικές προσωπικότητες της τζαζ σκηνής. O ίδιος συνεργαζόταν συχνά με μουσικούς και ενσωμάτωνε τη μουσική στις εκθέσεις του. Η χρήση της τζαζ στα έργα του Basquiat δεν ήταν απλώς μια καλλιτεχνική επιλογή, αλλά μια αντανάκλαση της προσωπικής του ταυτότητας και του πάθους του για την τζαζ. Σε μια συνέντευξή του, ο Basquiat δήλωσε: «Ήθελα να γίνω μουσικός τζαζ, αλλά δεν μπορούσα να παίξω τίποτα. Έτσι, έγινα καλλιτέχνης και οι πίνακές μου έγιναν η μουσική μου».
Το ξεχωριστό στυλ του, επηρεασμένο από τη τζαζ, κέρδισε την αναγνώριση συλλεκτών και κριτικών, εδραιώνοντας τη θέση του ως μία από τις σημαντικότερες μορφές του νεοεξπρεσιονιστικού κινήματος. Η χρήση της τζαζ στην τέχνη του ήταν απόδειξη της σημαντικής επίδρασής της στην αμερικανική και την αφροαμερικανική κουλτούρα, καθιστώντας τον μια σημαντική φωνή στον κόσμο της τέχνης. Ο Basquiat μεγάλωσε ακούγοντας τζαζ από τη δισκοθήκη του πατέρα του. Αν και η μουσική επιρροή ξεκίνησε από μικρή ηλικία, οι αναφορές στην τζαζ άρχισαν να εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα και ζήλο στα έργα του μεταξύ 1982 και 1983, που ήταν και η περίοδος που ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο, «Beat Bop», με τους φίλους και συνεργάτες του Rammellzee και K-Rob. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική συμπίπτει με την κυκλοφορία ενός σημαντικού βιβλίου για την τζαζ: το Black Beauty, White Heat: A Pictorial History of Classical Jazz, 1920-1950, που εκδόθηκε το 1982, και το The Complete Savoy Studio Sessions του Charlie Parker, μια συλλογή πέντε LP που κυκλοφόρησε το 1978.

Καθώς ο Basquiat αφομοιώνει πλήρως αυτή την ιστορία ως νεαρός ενήλικας, οι αναφορές και τα σύμβολα αυτών των μεγάλων αμερικανικών εικόνων αρχίζουν να εμφανίζονται στο έργο του, αποκαλύπτοντας περαιτέρω την ποικιλομορφία και τον πλούτο της συλλογής οπτικού υλικού με την οποία περιβάλλει τον εαυτό του στο στούντιό του, η οποία ξεπερνά τα βιβλία ιστορίας της τέχνης και εκτείνεται από την ανατομία έως την ποίηση και την κοινωνιολογία έως την ιστορία της τζαζ. Φαίνεται ότι επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τους πρώτους πρωτοπόρους της μπιμποπ των δεκαετιών του ’40 και του ’50 — τον Charlie Parker, τον Dizzy Gillespie, τον Miles Davis, τον Max Roach και τον Lester Young — καθώς τα έργα του, τους είχαν ως θέμα. Πολλοί από τους μουσικούς των οποίων τη ζωή και τη μουσική απεικόνισε ο Basquiat υπέστησαν ακραίες διακρίσεις κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Στα έργα του, ο Basquiat αποτίει φόρο τιμής σε αυτές τις μεγάλες προσωπικότητες, ενσωματώνοντας αναφορές που υπογραμμίζουν και κριτικάρουν τη μεταχείριση που υπέστησαν από την κοινωνία. Αυτοί οι διάσημοι μουσικοί έφτασαν επίσης σε εκπληκτικά ύψη φήμης, και η ζωή τους ήταν παράλληλη με τη δική του.

Ήταν γνωστό ότι ο Basquiat άκουγε μουσική στο στούντιό του ενώ δούλευε ασταμάτητα. Η μουσική ήταν μέρος της δημιουργικής του διαδικασίας. Υπάρχουν συναρπαστικές ομοιότητες μεταξύ των συνθέσεων των πινάκων του και της δομής της τζαζ: κατά μία έννοια, σκεφτόταν και ζωγράφιζε μουσικά. Το 1982 και το 1983, οι συνθέσεις του άρχισαν να αντικατοπτρίζουν τα δομικά χαρακτηριστικά της τζαζ με ευρείες αναφορές και κατευθυντήρια σύμβολα όπως βέλη, σκάλες, διαβήτες και ακόμη και μουσικές νότες που συνδέουν φράσεις και σύμβολα στο έργο. Αυτά τα στοιχεία εμφανίζονται στην πρώτη του έκδοση σε μεταξοτυπία, Tuxedo (1982), που δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τους Fred Hoffman και Larry Gagosian στο Λος Άντζελες και μοιράζεται μια παρόμοια αισθητική με το εξώφυλλο του «Beat Bop». Κατ’ επέκταση, οι συνθέσεις του αντανακλούν επίσης τη ροή και το στυλ της χιπ-χοπ, που αναδυόταν κατά την άνοδο του Basquiat στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες.
Διαβάστε επίσης
Υπάρχει μια αδηφάγος χρήση διαφορετικών στυλ στο έργο του, ενώ ήταν γνωστός για το ιδιαίτερα ευρύ γούστο του στη μουσική, που κυμαινόταν από τον Prince και τον David Byrne έως την Donna Summer, τον Bach και την όπερα, αλλά τα έργα του κυριαρχούνταν από την ιστορία των μαύρων μουσικών της τζαζ και του ήρωά του, Charlie Parker. Ο Charlie Parker, γνωστός ως «Bird», ήταν από τις πιο σημαντικές μορφές της τζαζ για τον Basquiat. Γοητεύτηκε από την τεχνική του, την οποία αποτύπωσε στη δική του τέχνη, αυτοσχεδιάζοντας και δημιουργώντας αυθόρμητα εικόνες στον καμβά. Η επιρροή του Parker είναι εμφανής στη χρήση των ξέφρενων πινελιών και των επαναλαμβανόμενων μοτίβων του Basquiat, όπως το στέμμα και το κρανίο.

Η τέχνη του Μπασκιά ως άσκηση κριτικής στην ανισότητα
Τα έργα του Jean-Michel Basquiat έχουν τις ρίζες τους στην εμπειρία του ως μαύρου άνδρα στην Αμερική της δεκαετίας του 1980. Οι πίνακές του συχνά απεικονίζουν τη σκληρή πραγματικότητα της κοινωνικής ανισότητας, αγγίζοντας θέματα φυλής, τάξης και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Basquiat επηρεάστηκε από τη τζαζ μουσική και τη σύνδεσή της με την μαύρη κουλτούρα, κάτι που είναι εμφανές στην προσέγγισή του σε αυτά τα θέματα. Για τον Basquiat, η τζαζ δεν ήταν απλώς μια μορφή ψυχαγωγίας, αλλά και ένα εργαλείο κοινωνικού σχολιασμού.

Ακριβώς όπως ο Basquiat διηγούνταν οπτικά μια γεύση από τον κόσμο του, το ίδιο έκαναν και οι σημαντικοί μουσικοί της τζαζ. Το Fables of Faubus του Charles Mingus ήταν η απάντησή του στην άρνηση του κυβερνήτη του Αρκάνσας να δεχτεί μαύρους μαθητές σε ένα γυμνάσιο. Ο διαχωρισμός δεν ήταν ένα ασυνήθιστο θέμα, ούτε η λιγότερο ειδεχθής προσβολή κατά των μαύρων σε αυτή την εποχή της ιστορίας. Ένα ρεπερτόριο μουσικής που περιλαμβάνει τα Mississippi Goddam της Nina Simone και Strange Fruit της Billie Holiday διηγούνταν την αλήθεια για την πραγματικότητα των μαύρων στην Αμερική. Δυστυχώς, αυτές οι πραγματικότητες δεν έχουν ημερομηνία λήξης.

Ο φόρος τιμής του Basquiat στις εμβληματικές μορφές της τζαζ: Οι σαξοφωνίστες
Ο ίδιος έπαιζε στους Gray, ένα noise συγκρότημα, από το 1979 έως το 1980 με τους φίλους του Nick Taylor, Wayne Clifford (γνωστός και ως Justin Thyme) και Michael Holman, οι οποίοι έπαιζαν αντίστοιχα κιθάρα, πλήκτρα και κρουστά. Ο Shannon Dawson και ο Vincent Gallo έπαιξαν επίσης με το συγκρότημα σε διαφορετικές φάσεις της πορείας του. Ο Basquiat έπαιζε τρίγωνο, καμπάνα, κλαρινέτο, συνθεσάιζερ και, μερικές φορές, κιθάρα, την οποία έπαιζε με μία μεταλλική λίμα. Έδωσαν συναυλίες στο Mudd Club, το CBGB και το Hurrah στη Νέα Υόρκη, όπου εκείνη την εποχή αναδύονταν οι Blondie και οι Talking Heads. Ο Basquiat περιέγραψε το στυλ των Gray ως «ατελές, τραχύ και παράξενα όμορφο».

Η ίδια η μπάντα ήταν αναπόσπαστο μέρος της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας. Το όνομά της προήλθε από το Gray’s Anatomy, ένα βιβλίο που του χάρισε η μητέρα του στο νοσοκομείο, όταν αναρρωνόταν μετά από ένα τροχαίο ατύχημα στο Μπρούκλιν, σε ηλικία οκτώ ετών. Η ανατομία δεν είναι μόνο ένα κοινό στοιχείο στην καλλιτεχνική του πρακτική, αλλά το βιβλίο αυτό πυροδότησε επίσης την πρώιμη γοητεία του για το σχέδιο και την ανθρώπινη μορφή. Το έργο The Horn Players του Jean-Michel Basquiat, που ολοκληρώθηκε το 1983, είναι ένα εκπληκτικό παράδειγμα της καινοτόμου προσέγγισης του καλλιτέχνη στη ζωγραφική. Το έργο χαρακτηρίζεται από έναν συνδιασμό γκράφιτι, κειμένου και χρώματος, με το οποίο αποτίει φόρο τιμής στον σαξοφωνίστα Charlie Parker και τον τρομπετίστα Dizzy Gillespie.

Απεικονίζει τον Parker στην άκρη αριστερά και τον Dizzy στα δεξιά με επαναλαμβανόμενα κείμενα όπως «alchemy» και «Charlie Parker». Η λέξη «Ornithology» εμφανίζεται επίσης πολλές φορές ως αναφορά στον Charlie Parker, γνωστό και ως «Bird». Οι μουσικοί αποδίδονται με το χαρακτηριστικό στυλ του Basquiat, με μακριά άκρα, υπερβολικά χαρακτηριστικά προσώπου και μια αίσθηση ενεργητικής κίνησης. Πέρα από τη χρήση του κειμένου, το έργο The Horn Players εξερευνά επίσης θέματα της αφροαμερικανικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Η απεικόνιση δύο μαύρων μουσικών και η χρήση αναφορών στη τζαζ αποτίουν φόρο τιμής στον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε αυτό το μουσικό είδος στην αφροαμερικανική πολιτιστική έκφραση.

Ζωγραφίζει ανατομικά στοιχεία ως κωδικοποιημένες αναφορές στο είδος. Το «EAR», για παράδειγμα, μας θυμίζει ότι η τζαζ έχει προφορικές ρίζες, καθώς είναι περισσότερο αυτοσχεδιαστική παρά γραμμένη. Το «LARNYX» παραπέμπει στους διάσπαρτους ήχους της φωνητικής κοιλότητας, ενώ το «SOAP», σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης Stanley Tarver, είναι μια αναφορά σε μια συνηθισμένη περιγραφή της τζαζ ως «καθαρή» ή «αισθητικά άψογη».
Η διαχρονική επίδραση της τζαζ στην τέχνη του Jean-Michel Basquiat
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τον ρόλο της τζαζ στην τέχνη του Basquiat για να εκτιμήσουμε βαθύτερα το έργο του, να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα και το βάθος της δημιουργικής του διαδικασίας, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους αντλούσε έμπνευση από διάφορες πηγές για να δημιουργήσει τη μοναδική του όραση. Οι διασταυρώσεις μεταξύ διαφορετικών μορφών τέχνης αποτελούν γόνιμο έδαφος για εξερεύνηση και μπορούν να οδηγήσουν σε μια πλουσιότερη κατανόηση της τέχνης και του πολιτισμού. Το έργο του Basquiat αποτελεί απόδειξητης δύναμης της τέχνης να μεταμορφώνει, και του τρόπου με τον οποίο μπορεί να γεφυρώσει πολιτισμικά χάσματα και να φέρει τους ανθρώπους κοντά.
Η Galerie Enrico Navarra στο Παρίσι συνεργάζεται με τον χώρο τέχνης The Intermission στον Πειραιά για τη διοργάνωση του αφιερώματος για τον Jean-Michel Basquiat. 20 έργα σε χαρτί, που ο καλλιτέχνης δημιούργησε από το 1979 έως το 1987, θα παρουσιαστούν στην έκθεση “Jean-Michel Basquiat: Untitled”, έως τις 2 Αυγούστου.