Η Πέμπτη 10 Απριλίου έχει πρεμιέρα για οχτώ νέες ταινίες. Από αυτές ξεχωρίζουν τα δραματικά φιλμ «Ασυνήθιστες Φίλες», με την Ιζαμπέλ Ιπέρ και «Πριν το Τέλος», με τον Λάρς Άιντιγκερ, ενώ ενδιαφέρον έχουν και τα κατασκοπικά θρίλερ «Ο Ερασιτέχνης», με τον Ράμι Μάλεκ και «Φαντάσματα από το Παρελθόν», με τον Άνταμ Μπέσα.
Ασυνήθιστες Φίλες
Η ταινία «Ασυνήθιστες Φίλες», με πρωταγωνίστρια την Isabelle Huppert, καταπιάνεται με μια απίθανη φιλία μεταξύ δύο γυναικών από εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Η «Alma», την οποία υποδύεται η Huppert, είναι μια εύπορη συνταξιούχος μπαλαρίνα, η ζωή της οποίας αναστατώνεται όταν ο νευροχειρουργός σύζυγός της τραυματίζει ακούσια έναν πεζό, με αποτέλεσμα να καταλήξει στη φυλακή. Στον αντίποδα, η «Mina», την οποία υποδύεται η Hafsia Herzi, είναι μια πολυμήχανη νεαρή μητέρα δύο παιδιών που παλεύει με την εμπλοκή του φίλου της σε μια ληστεία κοσμημάτων. Η ταινία δίνει μια ζωντανή εικόνα της γραφειοκρατείας του σωφρονιστικού συστήματος, η οποία συχνά οδηγεί σε μπερδεμένα προγράμματα επισκέψεων. Μια απροσδόκητη συνάντηση φέρνει κοντά την Άλμα και τη Μίνα, και η απομόνωση της Άλμα την αναγκάζει να καλέσει αυτή την ξένη στο σπίτι της σε αναζήτηση συντροφικότητας. Ξεπερνώντας διακριτικά το μελόδραμα και την ανάλυση των κοινωνικών τάξεων και των διαφορών τους, με την αυτόματη περιφρόνηση των πλούσιων φίλων της Άλμα προς την καθαρίστρια Μίνα, το φιλμ επικεντρώνεται κυρίως στο ψυχολογικό κομμάτι των δυο γυναικών, μέσα από τη γυναικεία οπτική και τη σταδιακή τους αμοιβαία απελευθέρωση, τη χειραφέτησή τους από τους δυο άντρες τους και τις συμβάσεις των γάμων τους. Τελικά, η Patricia Mazuy δημιουργεί μια συναρπαστική αφήγηση που απηχεί την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, η οποία ζωντανεύει αριστοτεχνικά από τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών.
Πριν το Τέλος
Το τελευταίο έργο του Γερμανού σκηνοθέτη Matthias Glasner είναι μια τρίωρη τομή των δυσλειτουργιών που ταλανίζουν μια κοινωνία αβέβαιη τόσο για τον ευρύτερο σκοπό της όσο και – πιο ταπεινά – για τις προοπτικές ευτυχίας της. Είναι ασεβής με τρόπο που διακωμωδεί (και ταυτόχρονα φωτίζει) τις άνετες αλλά ανεκπλήρωτες ζωές των μεσήλικων και των ηλικιωμένων- βάναυσα αυτοκριτική στο βαθμό που δεν αποφεύγει τα πιο καμπανιαστικά στοιχεία που αποτελούν μεγάλο μέρος του τραγικού και κωμικού εαυτού μας. Απλωμένο σε πέντε κεφάλαια, το «Πεθαίνοντας» εστιάζει στις προσωπικές περιπέτειες μιας τετραμελούς αποξενωμένης οικογένειας, καταγράφοντας τις συγκλίνουσες ιστορίες των μελών της σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις, τα οποία ωστόσο βρίσκονται δεμένα με το ίδιο υπαρξιακό ερώτημα: πότε σταματά κανείς να ζει και αρχίζει να πεθαίνει; Ο Γκλάσνερ, παρατηρεί με την κάμερά του υπομονετικά τους χαρακτήρες του, που τους αφήνει να φλυαρούν, να φιλοσοφούν ή να τρώγονται με την καθημερινότητά τους, χωρίς να ξεπέφτει σε μελοδραματισμούς ή βερμπαλισμούς, αλλά να τους «χτυπά» με ένα βιτριολικό χιούμορ και να μετατρέπει την αποτυχία, την ανασφάλεια, την ανυπαρξία ευτυχίας, τις δυσκολίες της συμβίωσης, τα υπαρξιακά προβλήματα, σε έναν εγκάρδιο σαρκασμό. Με την αγάπη να είναι το ζητούμενο, για να αντιμετωπιστεί το χάος της σύγχρονης ζωής, για να επανέλθει η αρμονία της φυσιολογικής ζωής. Εξαιρετικές ερμηνείες, με προεξέχουσα εκείνη του Λαρς Άιντεγκερ, του κορυφαίου ηθοποιού του γερμανικού σινεμά τα τελευταία χρόνια, που στον ρόλο του γιου και διευθυντή ορχήστρας, παραδίδει μία υποβλητική ερμηνεία, ως μαγνήτης συμφορών.
O Eρασιτέχνης
Το The Amateur είναι μια χαλαρή και ευχάριστη αναδρομή στον κατασκοπευτικό πόλεμο των δεκαετιών του 1970 και του ’80, αλλά με μια (κυρίως) ειλικρινή εκτίμηση των ηθικών αδυναμιών της C.I.A. Ενώ η ταινία του 1981 αμφισβητούσε τις έννοιες του καλού και του κακού στις αμερικανικές αφηγήσεις για τον πόλεμό μας κατά της Σοβιετικής Ένωσης, αυτή εδώ διερωτάται για τους βαθμούς δειλίας που ενέχει η κρατικά εγκεκριμένη δολοφονία, όταν αυτή μπορεί να γίνει με το πάτημα ενός κουμπιού ή με τη ρίψη ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους. Η ταινία, που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του 1981 και που είχε μεταφέρει στην οθόνη την ίδια χρονιά ο Τσαρλς Τζάροτ, με πρωταγωνιστή τον Τζον Σάβατζ, διαθέτει όλα τα συστατικά του είδους, ίντριγκα, καταιγιστική δράση, ρυθμό, καθώς και μία ρεαλιστική απεικόνιση του ήρωα, καθώς δεν στηρίζεται στις σωματικές ή μαχητικές επιδόσεις του ή στη δεξιοτεχνία του στα όπλα, μάλλον το αντίθετο, αλλά στο μυαλό του και στην πίστη του για δικαιοσύνη. Ο Τσάρλι Χέλερ είναι ένας πανέξυπνος αλλά βαθιά εσωστρεφής υπάλληλος της CIA, που εργάζεται ως ειδήμων στο σπάσιμο κωδίκων σε ένα υπόγειο στα κεντρικά γραφεία στο Λάνγκλεϊ και του οποίου η ζωή ανατρέπεται όταν η γυναίκα του σκοτώνεται σε τρομοκρατική επίθεση στο Λονδίνο. Όταν οι προϊστάμενοί του αρνούνται να αναλάβουν δράση, εκείνος παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, ξεκινώντας ένα επικίνδυνο οδοιπορικό ανά τον κόσμο για να εντοπίσει τους υπεύθυνους, με την ευφυΐα του να αποτελεί το απόλυτο όπλο για να ξεφύγει από τους διώκτες του και να πετύχει την εκδίκησή του. Ο Ράμι Μάλεκ, ιδανικός για τον ρόλο, δεν χάνει ποτέ τη φυσικότητά του, παρότι είναι ο «ήρωας εκδικητής», ενώ δίπλα του το ευπρόσωπο καστ λειτουργεί υποστηρικτικά, δίνοντας χώρο στον πρωταγωνιστή.
Φαντάσματα από το Παρελθόν
Αν και η ιστορία του συριακού ζητήματος ακόμη κοχλάζει και τα γεγονότα δέχονται πολλές διαφορετικές ερμηνείες, το σίγουρο είναι, όπως συμβαίνει πάντα σε έναν εμφύλιο, όπου μάλιστα παρεμβαίνουν και ξένες δυνάμεις, ότι έχουν διαπραχθεί φρικτά εγκλήματα, τα οποία με τη σειρά τους αναπτύσσουν μία δικαιολογημένη μυθολογία. Σε αντίθεση με τους κυνηγούς των Ναζί που κάποτε έπρεπε να χτενίσουν τον κόσμο για να κλειδώσουν τον στόχο και να πιάσουν τον άνθρωπό τους, με ελάχιστα περισσότερα από μια φωτογραφία και μερικές μαρτυρίες, ο κύριος λόγος που ο Χαμίντ (Μπέσα) μπορεί να ενταχθεί σε μια μυστική ομάδα που κυνηγάει τους φυγάδες ηγέτες του συριακού καθεστώτος είναι η ατυχής εξοικείωσή του με τον στόχο του – τουλάχιστον με τη φωνή τους. Αλλά η μνήμη είναι δύσκολη. Έχουμε αφήσει λίγο πίσω μας το 2014, και οι πρόσφυγες της Συρίας βρίσκονται κυρίως στη Γερμανία, αλλά κάποιοι διαρρέουν στη γειτονική Γαλλία. Συνυπογράφοντας το σενάριο με τη Florence Rochat και έχοντας τις ρίζες του στο υπόβαθρο της παραγωγής ντοκιμαντέρ, ο Millet εισάγει διακριτικά εξιστορήσεις για να καταδείξει πώς η κυβέρνηση Άσαντ ρίχνει μια μακρά σκιά πάνω από την Ευρώπη καθώς η συριακή προσφυγική κρίση έχει ωθήσει εκατομμύρια και εκατομμύρια να ξεριζωθούν και να εκτοπιστούν. Αυτό δημιουργεί ένα σενάριο όπου δύο ομάδες καταφεύγουν στη Γηραιά Ήπειρο για παρόμοια κίνητρα, αλλά οι προοπτικές τους για τα γεγονότα της πατρίδας τους διαφέρουν σημαντικά. Μπορούν να είναι αδέλφια σε μια ξένη χώρα, όταν βρίσκονταν σε διαφορετικές πλευρές του μαστιγίου; Παραπέμποντας στη «Συνομιλία» του Κόπολα, ακούμε συχνά από πρώτο χέρι μαρτυρίες βασανιστηρίων, καθώς ο αντιήρωάς μας αναδιπλώνεται και τρώει νευρικά τα νύχια του. Η μουσική του Yuksek προσθέτει ένα ρυθμό με εκρήξεις έντασης. Ο Millet, χωρίς να πέσει στην παγίδα της συναισθηματικής φόρτισης των γεγονότων, θα στήσει ένα καλογυρισμένο συναρπαστικό θρίλερ, για την εμμονή της καταδίωξης, την εκδίκηση, το τραύμα των βασανιστηρίων και την εξορία.