Skip to main content

Όταν ο Μπάροουζ ήταν έφηβος, διάβασε το «You Can’t Win», μια αυτοβιογραφία του Jack Black, ενός περιπλανώμενου που έζησε μια άθλια ληστρική ζωή και το μόνο που τον ενδιάφερε ήταν τα ναρκωτικά. Το βιβλίο του έκανε μεγάλη εντύπωση και έγινε τροφή για τα δικά του βιβλία χρόνια αργότερα. Ήταν περίπου εκείνη την εποχή που άρχισε και ο ίδιος να πειραματίζεται με τα ναρκωτικά. Το όνομα του Μπάροουζ επανήλθε στην επικαιρότητα, καθώς το μυθιστόρημά του Queer, έκανε κινηματογραφική μεταφορά ο Λούκα Γκουαντανίνο, με πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Κρεγκ. Όπως και στο βιβλίο, η ταινία καταγράφει την προσπάθεια του Ουίλιαμ Λι (το ψευδώνυμο του Μπάροουζ με το οποίο κυκλοφόρησε το 1953 το πρώτο του βιβλίο, το «Junkie») να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά αλλά και από το φόνο της Τζόαν Βόλμερ, της γυναίκας του (το υπονοεί), ενώ ταυτόχρονα είναι ερωτευμένος με έναν νεότερο άνδρα ονόματι Άλερτον, στην Πόλη του Μεξικού της δεκαετίας του 1940. Αλλά ποιος ήταν ο Ουίλιαμ Μπάροουζ ;

Ο Αμερικανός συγγραφέας, ζωγράφος και πρωτοπόρος του λόγου, γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1914, στο Σεντ Λούις. Γεννημένος σε μια πλούσια οικογένεια του Μιζούρι, ο Μπάροουζ φοίτησε στο Χάρβαρντ, καθώς και στην ιατρική σχολή της Βιέννης και είχε φαινομενικά μια λαμπρή καριέρα μπροστά του. Οι αγαπημένοι του συγγραφείς δεν έδιναν καμία ένδειξη για το τι θα έβγαινε τελικά από τη γραφομηχανή του αργότερα. Μεταξύ αυτών ήταν ο Σαίξπηρ, ο Κόλεριτζ και ο Ντε Κουίνσι. Άλλοι συγγραφείς που θαύμαζε ήταν ο Τζέιμς Τζόις, ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Ζαν Ζενέ, ο Φραντς Κάφκα, ο Γκράχαμ Γκριν και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ. Πήρε το πτυχίο του Χάρβαρντ το 1936. Μετά την αποφοίτησή του έκανε διακοπές στην Ευρώπη και στο Ντουμπρόβνικ γνώρισε την Ilse Klapper, μια Γερμανοεβραία που είχε διαφύγει από τους Ναζί. Είχε εγκλωβιστεί, αδυνατώντας να ανανεώσει το γιουγκοσλαβικό της διαβατήριο και να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για να την εξυπηρετήσει, την παντρεύτηκε. Δεν έζησαν ποτέ μαζί και διέλυσε τον γάμο σχεδόν αμέσως μετά την επιστροφή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά παρέμειναν φίλοι. Παρά την καλή οικονομική του κατάσταση έκανε πολλές δουλειές, μεταξύ των οποίων μπάρμαν, ιδιωτικός ντετέκτιβ, εργάτης σε εργοστάσιο και εξολοθρευτής εντόμων. Εκτός από την εξολόθρευση, την οποία μάλλον απολάμβανε, οι υπόλοιπες δουλειές τον έκαναν να βαριέται. Αργότερα αναφέρθηκε στις εμπειρίες του στο βιβλίο «Εξολοθρευτής» που εκδόθηκε το 1973. Μέχρι το 1944, ο Μπάροουζ έμενε σε ένα διαμέρισμα στην οδό Μπέντφορντ στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, και εκεί ήρθε σε επαφή με την ηρωίνη. Μεταξύ εκείνων με τους οποίους έκανε παρέα στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1940 ήταν η Τζόαν Βόλμερ, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και ο Τζακ Κέρουακ. Από αυτούς θα προέκυπτε αργότερα η Beat Generation.

«Αλλάξτε τις γραμμές των λέξεων, αλλάξτε τις γραμμές της μουσικής, καταστρέψτε τις εικόνες και τους μηχανισμούς ελέγχου». Αυτό, σύμφωνα με τον Μπάροουζ, ήταν το καθήκον του καλλιτέχνη, να χακάρει τα μοτίβα που έθετε μια εχθρική δύναμη που πίστευε ότι κρατούσε τον κόσμο σε νοητικά δεσμά.

Η Βόλμερ έπαιξε θεμελιώδη ρόλο στο πρώιμο κίνημα των Beat. Ηταν γνωστή για την ευφυΐα της και τη ρητορική της δεινότητα και βοήθησε στην τελειοποίηση του εννοιολογικού πλαισίου των Beats μέσω πολλών συζητήσεων. Το διαμέρισμά της ήταν ο τόπος συνάντησης του κινήματος, εκεί που προσπαθούσαν να διευρύνουν τα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά όρια μέσω του αυτοσχεδιασμού, της σεξουαλικής απελευθέρωσης και πολλών πολλών ναρκωτικών. Ο Μπάροουζ είχε πει για τον εθισμό του στα ναρκωτικά: «Έχω καπνίσει πρέζα, την έχω φάει, την έχω μυρίσει, την έχω κάνει ένεση σε φλέβα, δέρμα, μυ, την έχω βάλει σε υπόθετα του ορθού. Η βελόνα δεν είναι πια σημαντική”. Έχει γράψει ότι κατά τη διάρκεια του χρόνου που ήταν εθισμένος, δεν έκανε απολύτως τίποτα. ”Θα μπορούσα να κοιτάζω την άκρη του παπουτσιού μου για οκτώ ώρες». Τέλος πάντων, η Βόλμερ και ο Μπάροουζ είχαν ξεκινήσει τη σχέση τους και παντρεύτηκαν στη Νέα Υόρκη. Αλλά ενώ η Τζόαν και ο Μπιλ έλκονταν ο ένας από τον άλλο σε εγκεφαλικό επίπεδο, η σχέση τους ήταν προβληματική για δύο λόγους κυρίως: Ο Μπάροουζ ήταν ομοφυλόφιλος και ήταν και οι δύο ναρκομανείς. Ουσιαστικά ο γάμος τους είχε διαλυθεί. Σύμφωνα με τον Hal Chase «η μάχη μεταξύ της Τζόαν και του Μπιλ έμοιαζε να είναι μια μάχη ζωής και θανάτου». Ζηλεύοντας τις queer αναζητήσεις του Μπάροουζ, η Βόλμερ τον κορόιδευε έντονα, ενώ εκείνος έβρισκε διέξοδο στην ηρωίνη. Εκείνη του πέταγε τα ναρκωτικά εκείνος την κακοποιούσε άγρια. Ωστόσο, η Βόλμερ που ήταν εθισμένη στο σπιντ, είχε χαθεί στην κατάθλιψη και τον αλκοολισμό, οδηγούμενη στην παρακμή από τους δικούς της δαίμονες και τις κακουχίες της δυστυχισμένης σχέσης της με τον Μπάροουζ σε τέτοιο βαθμό που κατέληξε σε ψυχιατρική κλινική. Στα τέλη του 1949, ο Μπάροουζ για να γλυτώσει από τις κατηγορίες για όπλα και ναρκωτικά στις Ηνωμένες Πολιτείες μετακομίζει με την οικογένειά του στο Μεξικό, μέσω μιας υποτροφίας για σπουδές στα ισπανικά και στην μελέτη των Μάγια, αλλά στην πραγματικότητα περίμενε την παραγραφή των εγκλημάτων του. Έπινε συνεχώς, ξανακύλησε στη συνήθεια της ηρωίνης με την οποία πάλευε επί μια δεκαετία και σύχναζε στα queer μπαρ κατά μήκος του Campeche.

Μαζί με την Βόλμερ ήταν συχνοί θαμώνες στο περιβόητο μπαρ Bounty, όπου στο διαμέρισμα πάνω από το μπαρ η Βόλμερ θα έβρισκε τραγικό θάνατο. Οι επισκέψεις των φίλων του από τη Beat Generation, του Άλαν Γκίνσμπεργκ και του Τζακ Κέρουακ, δεν τον βοήθησαν και πολύ, καθώς η τριάδα είχε την τάση να συχνάζει στο πάρκο της Plaza Luis Cabrera, όπου περνούσαν τις μέρες τους μαστουρώνοντας με ηρωίνη ή πεγιότ. Ένα απόγευμα του Σεπτεμβρίου του 1951, άρχισαν να πίνουν με φίλους στο διαμέρισμα του Τζον Χίλι πάνω από το Bounty Bar. Ο Μπάροουζ είχε μόλις επιστρέψει από τη Νότια Αμερική όπου είχε ταξιδέψει με τον εραστή του, Λούις Μάρκερ. Κάποια στιγμή ο Μπάροουζ, ο οποίος ήταν αρκετά μεθυσμένος, έβγαλε ένα πιστόλι από την ταξιδιωτική του τσάντα και είπε στη γυναίκα του: «Ήρθε η ώρα για το νούμερο του Γουλιέλμου Τέλλου. Βάλε αυτό το ποτήρι στο κεφάλι σου». «Τζόανι», πρότεινε ο Μπάροουζ, σύμφωνα με τον ποιητή Έντι Γουντς, ο οποίος ήταν παρών στο δωμάτιο. «Αφησέ με με να δείξω στα παιδιά πόσο καλός σκοπευτής είναι ο γερο-Μπιλ». Σημάδεψε το ποτήρι, πυροβόλησε και η Βόλμερ σωριάστηκε στο πάτωμα.

Στην αρχή ο Μπάροουζ νόμιζε ότι αστειευόταν, αλλά στη συνέχεια ο Μάρκερ του είπε ότι η Βόλμερ ήταν νεκρή. Στα μέσα ενημέρωσης αρχικά αναφέρθηκε, ότι ο Μπάροουζ είχε ομολογήσει τη στιγμή της σύλληψής του ότι το νούμερο του Γουλιέλμου Τέλλου πήγε στραβά. Στη συνέχεια όμως, μετά από εντολή του δικηγόρου του, άλλαξε την ιστορία του και είπε ότι το όπλο εκπυρσοκρότησε ενώ το έδειχνε σε έναν φίλο του. Ο δικηγόρος δωροδόκησε όλους τους σχετικούς και ο Μπάροουζ αφέθηκε ελεύθερος μετά από 13 ημέρες. Ένα χρόνο αργότερα ενώ ήδη είχε φύγει για την Νότια Αμερική, ο Μπάροουζ καταδικάστηκε ερήμην του για ανθρωποκτονία και του επιβλήθηκε ποινή δύο ετών με αναστολή.

Όταν ο Μπάροουζ πυροβόλησε την Βόλμερ ήταν ένας άγνωστος χωρίς ένα μυθιστόρημα στο όνομά του. Η φήμη του δεν ήταν ως συγγραφέας, αλλά ως δολοφόνος. Και αν χρησιμοποιήσουμε τον σύγχρονο όρο, έκανε μια γυναικοκτονία. Σήμερα, τον θυμόμαστε ως Ουίλιαμ Μπάροουζ, συγγραφέα του «Γυμνού γεύματος», του πρωτοποριακού αριστουργήματος που θεωρήθηκε από το Time ως ένα από τα 100 κορυφαία αγγλικά μυθιστορήματα. Όμως, παρά τη λογοτεχνική του ευφυΐα, ο Μπάροουζ ήταν επίσης ένας ευθαίσθητος «μεγαλομανής» (δική του λέξη, που χρησιμοποιήθηκε σε μια επιστολή του προς τον Ginsberg), ο οποίος οπλοφορούσε για να νιώθει σπουδαίος και για να καλύψει τις μανιακές του ανασφάλειες. Τα γραπτά του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εκλαΐκευση της ηρωίνης στην αντικουλτούρα, ενώ είχε αδυναμία στο σεξ με ανήλικους συντρόφους. Αν και έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για το αν μπορεί κανείς να διαχωρίσει το έργο του από τις πράξεις του – το πανάρχαιο ζήτημα του διαχωρισμού της τέχνης από τον καλλιτέχνη – οι πυροβολισμοί της Βόλμερ και το γράψιμο ήταν, για τον Μπάροουζ οι δύο όψεις ενός νομίσματος. Τώρα, το «Queer» γίνεται γρήγορα ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Μπάροουζ. Το βιβλίο αποτελεί συνέχεια του Junky του 1953 . Ο Burroughs έγραψε για το «Queer», στην εισαγωγή το 1985: «Τα κίνητρά μου για να γράψω το Queer ήταν πιο σύνθετα και δεν μου είναι ξεκάθαρα προς το παρόν. Γιατί να θέλω να καταγράψω τόσο προσεκτικά αυτές τις εξαιρετικά επώδυνες και δυσάρεστες και σπαρακτικές αναμνήσεις; Ενώ εγώ ήμουν αυτός που έγραψε το «Junky», αισθάνομαι ότι κάποιος άλλος έγραψε για μένα στο «Queer». Αναγκάζομαι να καταλήξω στο τρομακτικό συμπέρασμα ότι δεν θα είχα γίνει ποτέ συγγραφέας αν δεν υπήρχε ο θάνατος της Τζόαν».

Εβδομήντα πέντε χρόνια πριν, ο Ουίλιαμ Μπάροουζ βρισκόταν στο μεταίχμιο αυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στις κορυφαίες κρίσεις των ΗΠΑ και του κόσμου: των ναρκωτικών, των όπλων και της βίας κατά των γυναικών. Μπορεί ο Γουίλιαμ Μπάροουζ να ήταν υπεύθυνος ως ένα βαθμό για την εισαγωγή της ηρωίνης στη λαϊκή κουλτούρα, αλλά δεν ήταν υπέρμαχός της. Ακριβώς το αντίθετο. «Το Γυμνό Γεύμα γράφτηκε για να αποκαλύψει τον ιό της πρέζας», έγραψε στον Γκίνσμπεργκ το 1959. «Κατεβείτε από το βαγόνι με τα σκουπίδια, παιδιά». Κάτι που ο ίδιος δεν έκανε ποτέ. Πολλοί καλλιτέχνες επιθυμούν απεγνωσμένα να θεωρηθούν επαναστάτες. Στην περίπτωση του Μπάροουζ, βρίσκουμε την απίθανη πραγματικότητα: τον γεννημένο επαναστάτη που δεν μπορούσε ποτέ να σταματήσει να δημιουργεί τέχνη. Μπορεί λοιπόν να διαχωριστεί η τέχνη από τον καλλιτέχνη; Και είναι το έργο του Μπάροουζ, που εκτιμάται ευρέως για την “παραισθησιογόνο πεζογραφία” και την επαναστατική του μορφή, στιγματισμένο με τη γυναικοκτονία και τα ναρκωτικά; Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Ίσως, για να παραφράσω τον Άλαν Γκίνσμπεργκ, εναπόκειται στον καθένα μας να επιλέξει ποια αγαπημένα του πρόσωπα θα σκοτώσει και ποια θα κρατήσει.