Η χημική μόλυνση αποτελεί «απειλή για την ευημερία των ανθρώπων και της φύσης, της ίδιας επικυνδυνότητας με την κλιματική αλλαγή». Όμως βρίσκεται δεκαετίες πίσω όσο αφορά την ευαισθητοποίηση και τη δράση του κοινού, προειδοποιεί μια έκθεση. Η βιομηχανική οικονομία έχει δημιουργήσει περισσότερες από 100 εκατομμύρια «νέες ουσίες», ή χημικές ουσίες που δεν υπάρχουν στη φύση, με περίπου 40.000 έως 350.000 να παράγονται και να χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς, σύμφωνα με την έκθεση. Ωστόσο, οι επιπτώσεις αυτής της εκτεταμένης μόλυνσης της βιόσφαιρας στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς, παρά τις αυξανόμενες ενδείξεις που συνδέουν τη χημική τοξικότητα με επιπτώσεις που κυμαίνονται από την διαταραχή ελλειμματικής προσοχής (ΔΕΠΥ) έως την υπογονιμότητα και τον καρκίνο. «Ίσως οι άνθρωποι πιστεύουν ότι όταν περπατούν στο δρόμο και αναπνέουν τον αέρα, πίνουν το νερό τους, τρώνε το φαγητό τους, χρησιμοποιούν τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας, το σαμπουάν τους, τα προϊόντα καθαρισμού για το σπίτι τους, τα έπιπλα στο σπίτι τους, πολλοί άνθρωποι υποθέτουν ότι υπάρχει πραγματικά μεγάλη γνώση και τεράστια επιμέλεια όσον αφορά την χημική ασφάλεια αυτών των προϊόντων. Αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι», δήλωσε ο Χάρι Μακφέρσον, ανώτερος συνεργάτης για το κλίμα στη Deep Science Ventures (DSV), η οποία πραγματοποίησε την έρευνα, στην εφημερίδα Guardian.

Σε διάστημα οκτώ μηνών, στο πλαίσιο ενός προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Grantham, ο Μακφέρσον, και οι συνεργάτες του μίλησαν με δεκάδες ερευνητές, στελέχη μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, επιχειρηματίες και επενδυτές και ανέλυσαν εκατοντάδες επιστημονικές μελέτες. Σύμφωνα με την έκθεση της DSV, μόνο από τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τα τρόφιμα —τα υλικά που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή και τη συσκευασία των τροφίμων— έχουν βρεθεί πάνω από 3.600 συνθετικές χημικές ουσίες στον ανθρώπινο οργανισμό, 80 από τις οποίες είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές. Για παράδειγμα, οι «αιώνιες χημικές ουσίες», οι υπερφθοριωμένες αλκυλιωμένες ουσίες (PFAS) έχουν βρεθεί σε σχεδόν όλους τους ανθρώπους που έχουν εξεταστεί και είναι πλέον τόσο διαδεδομένες που σε πολλές περιοχές ακόμη και το νερό της βροχής περιέχει επίπεδα που θεωρούνται μη ασφαλή για κατανάλωση. Οι ουσίες αυτές μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα υγείας όπως βλάβη στο ήπαρ, παθήσεις του θυρεοειδούς, παχυσαρκία, προβλήματα γονιμότητας και καρκίνο. Εν τω μεταξύ, περισσότερο από το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού αναπνέει αέρα που παραβιάζει τις οδηγίες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) για τη ρύπανση.

Όταν αυτές οι χημικές ουσίες μολύνουν το σώμα μας, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καταστροφικά. Η έκθεση διαπίστωσε ότι υπάρχουν συσχετιστικά ή αιτιώδη δεδομένα που συνδέουν ευρέως χρησιμοποιούμενες χημικές ουσίες με απειλές για το αναπαραγωγικό, το ανοσοποιητικό, το νευρολογικό, το καρδιαγγειακό, το αναπνευστικό, το ηπατικό, το νεφρικό και το μεταβολικό σύστημα του ανθρώπου. «Ένα από τα κύρια στοιχεία που προέκυψε με μεγάλη σαφήνεια ήταν η σχέση μεταξύ της έκθεσης σε φυτοφάρμακα και των αναπαραγωγικών προβλημάτων», δήλωσε ο Μακφέρσον. «Διαπιστώσαμε αρκετά ισχυρούς συσχετισμούς — συσχετισμό και αιτιώδη συνάφεια — μεταξύ των αποβολών και των ατόμων που αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας».
Η έρευνα του DSV συμπληρώνει προηγούμενα ευρήματα του Ινστιτούτου Έρευνας για τις Κλιματικές Επιπτώσεις του Πότσνταμ, σύμφωνα με τα οποία έχουμε ήδη υπερβεί κατά πολύ τα ασφαλή όρια του πλανήτη για τους περιβαλλοντικούς ρύπους, συμπεριλαμβανομένων των πλαστικών. H έκθεση προειδοποιεί ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει μια «κρίση πλαστικών», η οποία προκαλεί ασθένειες και θανάτους από την παιδική ηλικία έως τα γηρατειά, εν μέσω μιας τεράστιας επιτάχυνσης της παραγωγής και της χρήσης πλαστικών. Η έκθεση επισημαίνει επίσης κρίσιμες ελλείψεις στις τρέχουσες μεθόδους αξιολόγησης, έρευνας και δοκιμών τοξικότητας, αποκαλύπτοντας τους τρόπους με τους οποίους οι υπάρχοντες έλεγχοι και ισορροπίες αποτυγχάνουν να προστατεύσουν την υγεία των ανθρώπων και του πλανήτη.

«Ο τρόπος με τον οποίο γενικά πραγματοποιούμε τις δοκιμές έχει ως αποτέλεσμα να μας διαφεύγουν πολλές επιπτώσεις», δήλωσε ο Μακφέρσον. Επισήμανε την αξιολόγηση των χημικών ουσιών που διαταράσσουν το ενδοκρινικό σύστημα, οι οποίες είναι ουσίες που παρεμβαίνουν στις ορμόνες, προκαλώντας προβλήματα που κυμαίνονται από την υπογονιμότητα έως τον καρκίνο. Αυτές έχουν διαψεύσει την παραδοσιακή υπόθεση ότι χαμηλότερες δόσεις έχουν πάντα μικρότερες επιπτώσεις. «Ένα από τα προβλήματα είναι ότι όταν μια χημική ουσία παρεμβαίνει στο ενδοκρινικό σύστημα, μερικές φορές έχει μη γραμμική απόκριση. Έτσι, παρατηρείται απόκριση σε πολύ χαμηλή δόση, την οποία δεν θα ήταν δυνατό να προβλέψει κανείς από τη συμπεριφορά της σε μια υψηλή δόση». Μέρος του σκοπού της έκθεσης είναι να εντοπίσει προβληματικούς τομείς που μπορούν να αντιμετωπιστούν με καινοτομία.
Επί του παρόντος, η χημική τοξικότητα ως περιβαλλοντικό ζήτημα λαμβάνει μόνο ένα μικρό μέρος της χρηματοδότησης που διατίθεται για την κλιματική αλλαγή, μια αναντιστοιχία που, σύμφωνα με τον Μακφέρσον, πρέπει να αλλάξει. «Προφανώς δεν θέλουμε να μειωθεί η χρηματοδότηση για το κλίμα και την ατμόσφαιρα», είπε. «Αλλά πιστεύουμε ότι το θέμα με τις χημικές ουσίες στον ανθρώπινο οργανισμό χρειάζεται περισσότερη προσοχή». Ωστόσο, υπάρχουν χαρακτηριστικά του προβλήματος που το καθιστούν πιο εύκολο να επιλυθεί. «Το καλό είναι ότι αυτό μπορεί να προωθηθεί αρκετά εύκολα από τους καταναλωτές, αν οι άνθρωποι αρχίσουν να ανησυχούν για τα προϊόντα που αγοράζουν. Δεν υπάρχει απαραίτητα ανάγκη για μαζική συλλογική δράση. Αρκεί η ζήτηση για ασφαλέστερα προϊόντα, επειδή οι άνθρωποι θέλουν ασφαλέστερα προϊόντα».
Από την πλευρά του, από τότε που ξεκίνησε την έρευνα, ο Μακφέρσον είναι προσεκτικός με ό,τι έρχεται σε επαφή με τα τρόφιμά του. Μαγειρεύει σε μαντέμι. Αποφεύγει ιδιαίτερα να ζεσταίνει τα τρόφιμα σε πλαστικά σκεύη. «Δυστυχώς, η σύσταση είναι να τρώμε περισσότερα βιολογικά τρόφιμα, αλλά αυτά είναι γενικά πιο ακριβά. Οπότε, τουλάχιστον να πλένουμε τα φρούτα και τα λαχανικά πριν τα φάμε, αλλά αν μπορούμε να τα αγοράσουμε, να προτιμάμε τα βιολογικά».


