Skip to main content

Πολύ λίγα αθλητικά γεγονότα στην ιστορία της Γιουγκοσλαβίας, αν υπάρχουν, έχουν προσελκύσει τόσο έντονο και συνεχές ενδιαφέρον όσο οι «ταραχές του Μαξίμιρ» που έγινε στις 13 Μαΐου 1990. Ήταν ένα γεγονός, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι σχολιαστές, παγκόσμιας σημασίας. Σαν σήμερα πριν από ακριβώς 35 χρόνια, ο αγώνας μεταξύ των «αιώνιων» αντιπάλων του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου, της Ντιναμό Ζάγκρεμπ και του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου, χρειάστηκε να διακοπεί στο γήπεδο Maksimir του Ζάγκρεμπ λόγω των βίαιων συγκρούσεων μεταξύ των οπαδών. Περισσότερες από τρεις δεκαετίες αργότερα, η κυρίαρχη αφήγηση στις μετα-γιουγκοσλαβικές κοινωνίες είναι ότι οι ταραχές αντιπροσωπεύουν τη συμβολική ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ή αλλιώς «η ημέρα που άρχισε ο πόλεμος».

Η πρώην Γιουγκοσλαβία δημιουργήθηκε ως έθνος στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώνοντας διάφορες ομάδες γεωγραφικά γειτονικών λαών, όπως Κροάτες, Σέρβοι, Σλοβένοι και Μαυροβούνιοι. Το μείγμα εθνικοτήτων και ταυτοτήτων διατηρήθηκε ενωμένο υπό την ενωτική ηγεσία ενός ανθρώπου: του στρατάρχη Τίτο. Ο Γιουγκοσλάβος επαναστάτης και πολιτικός ήταν, για πολλούς, το απόλυτο σύμβολο της ενότητας, καθώς η πολιτική του διατήρησε την ειρηνική συνύπαρξη των διαφόρων εθνών της Γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Ο Τίτο ήταν ο κύριος αρχιτέκτονας της δεύτερης Γιουγκοσλαβίας, η οποία διήρκεσε από το 1943 έως τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν, μετά από πάνω από μια δεκαετία κλιμακούμενων εντάσεων που προκλήθηκαν από το θάνατό του το 1980, η χώρα βυθίστηκε σε μια σειρά συγκρούσεων και αναταραχών που τελικά την διέλυσαν.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, όταν η Γιουγκοσλαβία βρέθηκε σε σταυροδρόμι μετά το θάνατο του Τίτο, το ποδόσφαιρο έγινε ένα σημαντικό μέσο έκφρασης του εθνικισμού για τους Κροάτες. Για πολλούς οπαδούς, το γήπεδο έγινε μια αρένα όπου μπορούσαν να εκφράσουν τις πολιτικές και κοινωνικές τους απογοητεύσεις. Τα συνθήματα και τα τραγούδια, μαζί με τις εικόνες στις σημαίες και τα πανό, έδιναν στα γήπεδα μια έντονα πολιτική ατμόσφαιρα. Αυτό ακριβώς συνέβη στις 13 Μαΐου 1990, όταν o Ερυθρός Αστέρας αντιμετώπισε τη Ντιναμό σε έναν αγώνα που συχνά αναφέρεται ως «ένα από τα πέντε ποδοσφαιρικά παιχνίδια που άλλαξαν τον κόσμο»

Οι «Delije», θα αποτελέσουν τον πυρήνα της Σερβικής Εθελοντικής Φρουράς, μιας παραστρατιωτικής μονάδας υπό τις διαταγές του ηγέτη της ομάδας, Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, γνωστότερου με το παρατσούκλι «Άρκαν».

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου πολιτικής αναταραχής και γενικής κοινωνικής ανασφάλειας, η βία που σχετιζόταν με το ποδόσφαιρο κορυφώθηκε αναμφισβήτητα στις 13 Μαΐου 1990, όταν ο αγώνας μεταξύ της Ντιναμό Ζάγκρεμπ και του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου διακόπηκε λόγω βίαιων συγκρούσεων. Μόλις δύο εβδομάδες αφότου η εθνικιστική και αντιγιουγκοσλαβική Κροατική Δημοκρατική Ένωση (HDZ) κέρδισε τις πρώτες πολυκομματικές εκλογές στη σοσιαλιστική δημοκρατία της Κροατίας, ο αγώνας είχε μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό ενδιαφέρον. Πρωταγωνιστές της σύγκρουσης ο Ζελίκο Ραζνάτοβιτς, πιο γνωστός ως Άρκαν, αρχηγός των διαβόητων σκληροπυρηνικών οπαδών Ερυθρού Αστέρα, γνωστών ως Delije (Ντελίγε) και οι χούλιγκαν της Ντιναμό, Bad Blue Boys (BBB), που συγκρούστηκαν σε άγριες μάχες στο γήπεδο και στους δρόμους.

Μόλις οι οργανωμένοι οπαδοί μπήκαν στις κερκίδες, άρχισαν να ανταλλάσσουν λεκτικά πολιτικά και εθνοθρησκευτικά συνθήματα: «Είμαστε οι Τσέτνικς, είμαστε οι ισχυρότεροιι» και «Το Ζάγκρεμπ είναι Σερβία» ακούστηκαν από τις νότιες κερκίδες, όπου βρισκόταν η Delije. Η απάντηση των Bad Blue Boys δεν άργησε να έρθει από τις βόρειες κερκίδες: «Όταν είστε χαρούμενοι χτυπήστε έναν Σέρβο στο έδαφος, όταν είστε χαρούμενοι σφάξτε τον με ένα μαχαίρι, όταν είστε ευτυχείς φωνάξτε δυνατά Κροατία, ανεξάρτητο κράτος». Κάποια στιγμή, οι Ντελίγε άρχισαν να ξηλώνουν πανό και να καταστρέφουν το γήπεδο, γεγονός που οδήγησε σε επεισόδια με τους οπαδούς της Ντιναμό που δεν ήταν οργανωμένοι στις νότιες κερκίδες. Οι Bad Blue Boys αποφάσισαν να βοηθήσουν τους οπαδούς του συλλόγου τους, σπάζοντας τον φράχτη της βόρειας κερκίδας και συγκρούστηκαν με την αστυνομική δύναμη στον αγωνιστικό χώρο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα χειρότερα επεισόδια στην αθλητική ιστορία της Γιουγκοσλαβίας αλλά και της Ευρώπης.

Ανάμεσα στις διάφορες χαοτικές σκηνές, ξεχώρισε ένα περιστατικό με ιδιαίτερη συμβολική βαρύτητα. Όταν ξέσπασε ο χαμός κατά τη διάρκεια εισβολής στον αγωνιστικό χώρο, ο Zvonimir Boban εντόπισε έναν αστυνομικό που χτυπούσε έναν Κροάτη. Κυριευμένος από εθνικιστικό πάθος και οργή, ο μέσος έτρεξε προς τον αστυνομικό, πήδηξε στον αέρα και χτύπησε με το δεξί γόνατο το πρόσωπο του αστυνομικού. Το γήπεδο χειροκρότησε την πράξη αυτή από τις κερκίδες με τις φωνές «Zvone, Zvone». Εν τω μεταξύ, η «μυθική» κλωτσιά «Kung-Fu» του Boban εναντίον ενός Γιουγκοσλάβου αστυνομικού κατέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο τις αντιθέσεις της πολιτικής κατάστασης στη Γιουγκοσλαβία. Τον έκανε αμέσως «αθάνατο», όχι μόνο για τους οπαδούς της Ντιναμό, αλλά και για πολλούς Κροάτες.

Ο Μπόμπαν «τόλμησε» να αμφισβητήσει δημόσια ολόκληρο το γιουγκοσλαβικό κρατικό σύστημα, προσωποποιημένο σε έναν αστυνομικό.

Εκείνη την εποχή, η επίθεση του Μπόμπαν θεωρήθηκε ως μια γενναία πράξη αντίστασης κατά της «σερβικής ηγεμονίας» στους γιουγκοσλαβικούς θεσμούς. Αυτή η ηγεμονία ενισχύθηκε από την απροθυμία της αστυνομίας να υπερασπιστεί τους οπαδούς της Ντιναμό. Βέβαια σε αυτά τα ωραία που μόνο η ζωή μπορεί να κάνει, αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι ο αστυνομικός που είχε κλωτσήσει ο Boban, ο Refik Ahmetović, ήταν Βόσνιος μουσουλμάνος από την Τούζλα. Η ίδια η κλωτσιά, όσο μυθοποιημένη και αν είναι η αντίληψή της στη σύγχρονη Κροατία, αποτελούσε μια ισχυρή συμβολική πράξη εκείνη την εποχή, ακόμη και αν οι πολιτικές επιπτώσεις δεν ήταν σκόπιμες. Ο Μπόμπαν «τόλμησε» να αμφισβητήσει δημόσια ολόκληρο το γιουγκοσλαβικό κρατικό σύστημα, προσωποποιημένο σε έναν αστυνομικό. Τελικά, αυτή η «πρόκληση» θα του έδινε μια θέση στο «πάνθεον» των μεγαλύτερων εθνικών ηρώων της Κροατίας.

Το 1990, οι ερμηνείες σχετικά με το ποιος ήταν υπεύθυνος για την κλιμάκωση της βίας ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες τόσο στη Κροατία και στη Σερβία. Σύμφωνα με την πλειονότητα των κροατικών αναφορών, η αστυνομία -που θεωρούνταν ευρέως ως μηχανισμός σερβικής κυριαρχίας- ενήργησε ανεπαρκώς, παρεμβαίνοντας «ύποπτα» αργά, εστιάζοντας αποκλειστικά πάνω στους Bad Blue Boys και προστατεύοντας ανοιχτά τους οπαδούς του Ερυθρού Αστέρα. Ο σερβικός Τύπος κρατούσε μια αντίθετη στάση, η οποία έβλεπε τα γεγονότα ως ένα πολύ καλά οργανωμένο σχέδιο που ενορχηστρώθηκε από τη νέα κυβέρνηση της Κροατίας, της οποίας οι αξιωματούχοι ήθελαν να εκμεταλλευτούν πολιτικά τις ταραχές.

Σήμερα, 35 χρόνια μετά, οι ταραχές του Μαξίμιρ συνεχίζουν να έχουν σκοτεινά σημεία και οι πραγματικοί υποκινητές των ταραχών παραμένουν άγνωστοι. Στη Σερβία, οι αναφορές των μέσων ενημέρωσης και του λαού για τις ταραχές χαρακτηρίζονται κυρίως από «σιωπή». Επιπλέον, δεν υπάρχει μυθοποίηση των ταραχών από τους Ντελίγε. Αυτό είναι κατανοητό, δεδομένου ότι τελικά ήταν οι χαμένοι των ταραχών, ιδίως αν τις ερμηνεύσει κανείς ως «τη μέρα που ξεκίνησε ο πόλεμος». Επιπλέον, ο σερβικός δημόσιος λόγος εξακολουθεί να καθορίζεται πολύ έντονα από την έλλειψη ομοφωνίας στην προσέγγιση του πολέμου που ακολούθησε και του ζητήματος της σερβικής ευθύνης. Όσον αφορά τους οργανωμένους οπαδούς του Ερυθρού Αστέρα, ήταν από τους πρώτους που προσφέρθηκαν εθελοντικά και δραστηριοποιήθηκαν σε παραστρατιωτικές ομάδες. Αυτό μεταφράζεται στο ότι έπρεπε να κατασκευάσουν ένα αίσθημα υπερηφάνειας επειδή έδωσαν τη ζωή τους σε έναν πόλεμο στον οποίο η Σερβία «επισήμως δεν έλαβε ποτέ μέρος».

Στην Κροατία, οι ταραχές του Μαξίμιρ πρέπει να αναγνωριστούν ως ένας σύγχρονος κροατικός μύθος. Ακριβώς έξω από το γήπεδο, οι Bad Blue Boys έστησαν ένα μνημείο για τους πεσόντες φίλους τους με την επιγραφή: «σε όλους τους οπαδούς της Ντιναμό για τους οποίους ο πόλεμος ξεκίνησε στις 13 Μαΐου 1990 και τελείωσε με το να δώσουν τη ζωή τους στο βωμό της κροατικής πατρίδας». Τόσο οι Ντελίγε όσο και οι Bad Blue Boys που συμμετείχαν στα επεισόδια, άφησαν το στίγμα τους στις εχθροπραξίες που ακολούθησαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Ο Ερυθρός Αστέρας κέρδισε το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1991, στο μεγαλύτερο και τελευταίο επίτευγμα του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου. Λίγο αργότερα, ένα μεγάλο τμήμα των οπαδών του Ερυθρού Αστέρα, οι «Delije», θα αποτελέσουν τον πυρήνα της Σερβικής Εθελοντικής Φρουράς, μιας παραστρατιωτικής μονάδας υπό τις διαταγές του ηγέτη της ομάδας, Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, γνωστότερου με το παρατσούκλι «Άρκαν». Η μονάδα και ο ηγέτης της κατηγορήθηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένης της ενεργού συμμετοχής τους στην εθνοκάθαρση στη Μπιέλινα και το Ζβόρνικ κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας. Ο Άρκαν δολοφονήθηκε το 2000, πριν προλάβει να δικαστεί για τις 24 κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν.

Οι χούλιγκαν του Ερυθρού Αστέρα έχουν επίσης εμπλακεί σε βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια διεθνών αγώνων. Ο Ιβάν Μπογκντάνοφ, ένας από τους πιο γνωστούς, εθεάθη να κόβει το φράχτη για να αφήσει τους Σέρβους οπαδούς να μπουν στον αγωνιστικό χώρο κατά τη διάρκεια ενός αγώνα προκριματικών Ιταλίας-Σερβίας που διακόπηκε το 2010. Το 2014, ο Μπογκντάνοφ ήταν ένας από τους οπαδούς της γηπεδούχου ομάδας που εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο κατά τη διάρκεια του διαβόητου προκριματικού αγώνα Σερβίας-Αλβανίας στο Βελιγράδι, ο οποίος επίσης διακόπηκε μετά από μαζικές συμπλοκές που ξέσπασαν λόγω ενός drone που μετέφερε την αλβανική σημαία.

Το 1990, η Χάιντουκ αφαίρεσε το κόκκινο αστέρι από το έμβλημα του συλλόγου και επέστρεψε στο παραδοσιακό της λογότυπο, το οποίο βασίζεται στο σκακιέρα που κυριαρχεί στο εθνόσημο της Κροατίας. Μια πλάκα που βρίσκεται έξω από το γήπεδο της Χάιντουκ τιμά τη μνήμη 27 μελών της κύριας ομάδας οπαδών, της Torcida, που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο της Κροατίας για την ανεξαρτησία. Το 2007, μέλη της Torcida εθεάθησαν να φορούν μπλουζάκια με ναζιστικά σύμβολα. Ένας από τους αρχηγούς της δήλωσε στον τοπικό Τύπο ότι «πάντα κλίνε προς τα δεξιά», αρνούμενος όμως οποιαδήποτε σχέση με το ναζισμό και προσθέτοντας ότι φορούσε το μπλουζάκι επειδή του άρεσαν τα σύμβολα. Μέχρι σήμερα, στο κροατικό ποδόσφαιρο, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών αγώνων, εμφανίζονται πανό και συνθήματα ναζιστικού περιεχομένου

Ο μύθος του Μαξίμιρ λειτουργεί ως ιδρυτικός μύθος της μετα-σοσιαλιστικής Κροατίας, ο οποίος υποστηρίζει την κυρίαρχη εθνική αφήγηση των χρόνων διαμόρφωσης της Κροατίας- δηλαδή το αναπόφευκτο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία ενός κροατικού εθνικού κράτους ως conditio sine qua non (ουκ άνευ προϋπόθεση). Ήταν η πολιτικοποίηση και η επακόλουθη ιδεολογική εκμετάλλευση των γεγονότων υπό το καθεστώς Tuđman της δεκαετίας του 1990 που οδήγησε στη μυθοποίησή τους και καθιέρωσε την ευρέως διαδεδομένη αφήγηση του παιχνιδιού ως συμβολική έναρξη του πολέμου της πατρίδας. Με τον αποκλεισμό των πολιτικών εναλλακτικών λύσεων και των ανταγωνιστικών αφηγήσεων που παρουσίαζαν τα χρόνια της διαμόρφωσης ως αμφισβητούμενη πολιτική πάλη και όχι ως «εκδήλωση της λαϊκής βούλησης», κατασκευάστηκε η έννοια της ιδεολογικής ομοιογένειας της κροατικής κοινωνίας, η οποία λειτούργησε ως μηχανισμός εξασφάλισης της νομιμότητας.

Και όμως, ο «πόλεμος» σίγουρα δεν ξεκίνησε στο Μαξίμιρ στις 13 Μαΐου 1990. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αθλητισμός στην ύστερη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εθνική μηχανή» και ότι οι ταραχές στο Μαξίμιρ αντανακλούσαν τις πολιτικές εντάσεις που υπήρχαν και αναπτύσσονταν στη σοσιαλιστική ομοσπονδία εκείνη την εποχή. Το Μαξίμιρ ήταν η αρχή μιας επιταχυνόμενης διαδικασίας, κατά την οποία ο αθλητισμός θα γινόταν ένας σημαντικός εθνικοποιητικός και ομογενοποιητικός παράγοντας σε ορισμένες από τις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες.