Skip to main content

Η σκηνή γίνεται τόπος εξομολόγησης και δοκιμασίας, όταν οι Λάζαρος Βαρτάνης και Στέφανος Παπατρέχας συναντούν τον Μπαλζάκ και φέρνουν στο σήμερα το Καταραμένο Παιδί. Με διπλό ρόλο –σκηνοθέτες και ηθοποιοί– οι δύο δημιουργοί τολμούν να αναμετρηθούν με ένα έργο που φωτίζει σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, θέτοντας ερωτήματα για την κοινωνία, την ενοχή, την κληρονομιά και τη μοίρα. Στη συζήτησή μας, μιλούν για τη συνεργασία τους, για την πρόκληση της σκηνικής μεταφοράς, αλλά και για το πώς ένα κλασικό κείμενο μπορεί να αποκτήσει φωνή βαθιά σύγχρονη.

Τι είναι «Το καταραμένο παιδί» και γιατί αποφασίσατε να το ανεβάσετε στη σκηνή;

Στέφανος: Ύστερα από μια εξαντλητική θεατρική χρονιά του 2023-2024, νιώσαμε την ανάγκη να πάρουμε λίγο χρόνο, μια απόσταση πριν ξαναμπούμε στη διαδικασία ενός νέου εγχειρήματος. Μας άρεσε πολύ η ιδέα της θεατρικής διασκευής ενός βιβλίου, αλλά δεν είχαμε διαβάσει κάτι που να το φανταζόμαστε επί σκηνής. Μέχρι που άρχισα να διαβάζω έργα του Μπαλζάκ και έπεσα πάνω στο «Καταραμένο παιδί».

Λάζαρος: Με το που μου έδωσε ο Στέφανος να το διαβάσω, ενθουσιάστηκα με τη θεατρικότητα αυτής της νουβέλας του Μπαλζάκ. Έχοντας ήδη διασκευάσει λογοτεχνικά κείμενα στο παρελθόν -και μάλιστα με πολύ ωραίους συνεργάτες, όπως η αγαπημένη Μίνα Αδαμάκη- είδα αμέσως πως εδώ έχει ζουμί η υπόθεση. «Το καταραμένο παιδί» εκτυλίσσεται στην περίοδο των θρησκευτικών πολέμων της Γαλλίας. Ο κόμης ντ’ Ερουβίλ, άρχοντας ενός από τους πιο παλιούς οίκους της Νορμανδίας, παντρεύεται την Ιωάννα, η οποία εφτά μήνες μετά την πρώτη νύχτα του γάμου τους, φέρνει στον κόσμο τον Ετιέν, τον πρωτότοκο γιο της οικογένειας. Νιώθοντας βαθύ μίσος για το εφταμηνίτικο βρέφος, αλλά και θεωρώντας πως αμφισβητείται η τιμή του -μιας και λόγω της πρόωρης γέννας ο κόσμος μπορεί να εκφράσει επιφυλάξεις για την τιμιότητα της συζύγου του- ο κόμης καταριέται το παιδί του και αναγκάζει τη γυναίκα του να το μεγαλώσει έξω από τον πύργο του, στο σπιτάκι του ψαρά. Όταν, όμως, τα χρόνια περάσουν, οι συνθήκες θα αναγκάσουν τον σκληρό αυτόν άνδρα να ζητήσει τη βοήθεια του καταραμένου παιδιού του,ώστε να συνεχιστεί το σπουδαίο όνομα των ντ’ Ερουβίλ.

photo: Παναγιώτης Γιαννούτσος / taph team

Τι σας εντυπωσιάζει περισσότερο στο έργο;

Σ: Έχω μια αγάπη στην εποχή αυτή. Ο Μεσαίωνας, η Αναγέννηση, αυτές οι περίοδοι με γοήτευαν ανέκαθεν (φάνηκε άλλωστε και στο «Ονόριο, τα ανομήματα ενός εγκληματία»). Στην περίπτωση, όμως, της νουβέλας αυτής, μου φαίνεται εξαιρετικός ο τρόπος που ο Balzac σχολιάζει όλη την τότε κοινωνία. Και κάνει κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον: μέσα από αυτήν στηλιτεύει και τη δική του εποχή της μεταναπολεόντειας Γαλλίας. Ο Μπαλζάκ, με λίγα λόγια, γράφει μια νουβέλα που διαδραματίζεται σχεδόν 200 χρόνια πριν από εκείνον και εμείς παίρνουμε το έργο αυτό να το διασκευάσουμε περίπου 200 χρόνια αφού γράφτηκε. Με έναν τρόπο κάνουμε κάτι παρόμοιο: μέσω μιας ιστορίας που γράφτηκε τότε, μιλάμε για τις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις των ανθρώπων σήμερα και του αποκλεισμού όσων δεν υποτάσσονται στις κοινωνικές επιταγές.

Λ Εμένα, πέρα από όλα αυτά, με εντυπωσιάζουν και οι χαρακτήρες, οι ρόλοι. Οι σχέσεις τους, τα αντικρουόμενα θέλω τους, ο τρόπος που σκέφτονται και δρουν. Είναι, όπως έλεγε ο Wilkie Collins, σαν άλογα κούρσας που δείχνουν τον χαρακτήρα τους όσο τρέχουν και εσύ παρακολουθείς με αγωνία την εξέλιξη του αγώνα. 

Πώς θα το περιγράφατε σε κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ για το έργο του Μπαλζάκ;

Λ: Ως μια συγκινητική αναγεννησιακή ιστορία που είμαι σίγουρος πως τον αφορά.

Αν το έργο γραφόταν σήμερα, ποιος θα ήταν ο «καταραμένος» της εποχής μας;

Σ: Αυτός που δεν ακολουθεί τυφλά τις απαιτήσεις της κοινωνίας του, ο αιρετικός, ο διαφορετικός. Όλοι όσοι είτε φύσει είτε (και) θέσει αμφισβητούν ένα σύστημα που έχει ως υπέρτατο αγαθό το χρήμα, την εξουσία, την υπεροχή. Εκείνοι που αναζητούν εκ νέου το νόημα και τη σημασία όσων ζούμε και χαράζουν τον δικό τους δρόμο, ακόμη και όταν είναι κόντρα στα όσα ορίζονται ως σωστά και πρέποντα.

Ένα σάπιο σύστημα εγκληματεί και όσοι απαιτούν δικαίωση αντιμετωπίζονται ως απειλή και η εξουσία τούς πολεμάει με όλα της τα μέσα. Το μήνυμα είναι σαφές: όποιος αμφισβητεί την εξουσία, εξοντώνεται.

Πώς εκφράζεται ο κοινωνικός αποκλεισμός στο έργο και πώς συνδέεται με το σήμερα;

Λ: Μιλάμε για ένα παιδί που, από τη γέννησή του ακόμη, είναι ανεπιθύμητο και αποκλεισμένο. Δεν ταιριάζει στα πρότυπα της εποχής και έτσι λογαριάζεται αμέσως ως μισητό, ως καταραμένο. Αφενός επειδή έχει γεννηθεί μόλις εφτά μήνες από τον γάμο του κόμη ντ’ Ερουβίλ και της Ιωάννας, είναι κοινωνικά αμφισβητήσιμο το αν ο κόμης είναι όντως ο πατέρας και επομένως η γέννησή του αποτελεί  κοινωνικό πλήγμα. Αφετέρου επειδή είναι αδύναμο και ασθενικό, δεν πληροί τις προϋποθέσεις για έναν ρωμαλέο και δυνατό διάδοχο του οίκου. Είναι, με λίγα λόγια, διαφορετικός από αυτό που θα έπρεπε σε σχέση με τον ρόλο που καλείται να αναλάβει. Πώς αντιμετωπίζουμε στη σύγχρονη κοινωνία τον διαφορετικό; Αυτόν που δεν ταιριάζει στα πρότυπά μας, στον τρόπο σκέψης μας; Ο σεξισμός, ο θρησκευτικός και φυλετικός ρατσισμός, η ομοφοβία υπάρχουν μέσα στην καθημερινότητά μας. Είναι πάρα πολλά τα «καταραμένα παιδιά» της σύγχρονης κοινωνίας.

Πιστεύετε ότι το έργο είναι επίκαιρο; Με ποιον τρόπο;

Σ: Όταν ήμασταν σε σκέψεις για το τι να ανεβάσουμε, η φίλη μου η Μάχη με προέτρεπε να βρούμε κάτι που να έχει να κάνει με το σήμερα, το τώρα. Διαβάζοντας το «Καταραμένο παιδί» αισθάνθηκα πως αυτό το έργο με αγγίζει, με συγκινεί. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως αν εγώ που ζω σήμερα σε αυτήν τη χώρα, κάτω από αυτές τις συνθήκες, νιώθω κάποια σύνδεση με τη νουβέλα του Μπαλζάκ, κάτι υπάρχει εκεί μέσα που αφορά εμένα, τον άνθρωπο του 2025. Αναλύοντάς το και συζητώντας το με τον Λάζαρο, είδα όλα αυτά που σας αναφέρει παραπάνω: τη διαφθορά της εξουσίας, το συμφέρον και το χρήμα που την  καθορίζουν και τον αποκλεισμό ή/και την καταστροφή όσων δεν υπακούουν σε αυτήν την πραγματικότητα. Δυστυχώς όλα αυτά παραμένουν επίκαιρα.

photo: Παναγιώτης Γιαννούτσος / taph team

Σήμερα η κοινωνία δημιουργεί ακόμη «καταραμένους»;

Σ: Δεν είναι «καταραμένα παιδιά» οι μετανάστες και τα άτομα της LGBTQ+ κοινότητας αυτήν τη στιγμή στις ΗΠΑ του Trump; 

Λ: Ή αντίστοιχα δεν είναι «καταραμένα παιδιά» οι συγγενείς των θυμάτων του εγκλήματος στα Τέμπη; Εδώ το βλέπουμε ολοκάθαρα: ένα σάπιο σύστημα εγκληματεί και όσοι απαιτούν δικαίωση αντιμετωπίζονται ως απειλή και η εξουσία τούς πολεμάει με όλα της τα μέσα. Το μήνυμα είναι σαφές: όποιος αμφισβητεί την εξουσία, εξοντώνεται.

Αν ο ήρωας ζούσε στον 21ο αιώνα, τι θα άλλαζε;

Σ: Πιθανώς να μπορούσε λόγω της ευκολίας στην επικοινωνία πια να ανακαλύψει και άλλους γύρω του που βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις, που έχουν ίδια ιδιοσυγκρασία, ίδια κοσμοθεωρία και να ένιωθε λιγότερο απομονωμένος. Παρόλα αυτά, η επικοινωνία και τα μέσα δικτύωσης φέρνουν δυστυχώς και την αντίστοιχη άνεση στον σχολιασμό, στη σκληρή κριτική, σε μια ελευθεριότητα απόψεων και γνωμών ακόμη και για πράγματα για τα οποία δεν έχουμε σωστή πληροφόρηση ή δεν μας αφορούν στην ουσία τους. Έχουν δηλαδή βήμα και οι απόψεις μίσους και κανιβαλισμού. Αυτό το κομμάτι του 21ου αιώνα δεν ξέρω αν θα μπορούσε ο ήρωας να το διαχειριστεί ή αν θα τον έκανε να νιώσει ακόμη πιο μόνος. 

Ποιος είναι ο ρόλος των στερεοτύπων τότε και τώρα;

Σ: Φοβάμαι πως δεν αλλάζει πολύ αυτό το κομμάτι μέσα στα χρόνια. Πιθανότατα να αποδεχόμαστε λίγο περισσότερο τη διαφορετικότητα με την πάροδο των χρόνων, αλλά αυτό γίνεται με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς και απαιτούνται μεγάλοι αγώνες και θυσίες για να κάνουμε έστω και ένα μικρό βήμα προς την κατάρριψη των ανισοτήτων και των στερεοτύπων. Είναι ανατριχιαστικό το ότι μετά από αιώνες εξέλιξης στην τεχνολογία, στην επιστήμη, στην ψυχολογία, μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους και φυσικά μετά την ανακάλυψη του Διαδικτύου, όπου η γνώση είναι πια εύκολα προσεγγίσιμη, ο άνθρωπος μένει ακόμη δέσμιος του φόβου απέναντι στο διαφορετικό, σχεδόν καταδικασμένος να στοχοποιεί ό,τι δεν του μοιάζει, ό,τι τον ξεβολεύει από την «κανονικότητα».

Πώς αντιμετωπίζουμε στη σύγχρονη κοινωνία τον διαφορετικό; Αυτόν που δεν ταιριάζει στα πρότυπά μας, στον τρόπο σκέψης μας; Ο σεξισμός, ο θρησκευτικός και φυλετικός ρατσισμός, η ομοφοβία υπάρχουν μέσα στην καθημερινότητά μας. Είναι πάρα πολλά τα «καταραμένα παιδιά» της σύγχρονης κοινωνίας.

Μπορούμε να δούμε το έργο σαν καθρέφτη για φαινόμενα όπως ο ρατσισμός ή οι ανισότητες;

Λ: Δεν νομίζω πως το έργο έχει σχέση με τον ρατσισμό. Αυτό που βλέπουμε όμως μέσα από το «Καταραμένο παιδί» είναι η ταξική ανισότητα. Η ασυδοσία του κόμη ντ’ Ερουβίλ, ο οποίος κατέχοντας τον τίτλο του κόμη, μα και πλούτη και περιουσία, έχει την πλήρη εξουσία και το δικαίωμα να επιβάλει όσα θέλει στους υποτελείς του και εκείνοι είναι αναγκασμένοι όχι μόνο να ανεχτούν, αλλά και να υπακούσουν τις διαταγές του. Οι έχοντες, δηλαδή, αποφασίσουν και οι μη έχοντες υποκλίνονται.

Αν είχατε τη δυνατότητα να κάνετε μια ερώτηση στον ίδιο τον Balzac για αυτό το έργο, ποια θα ήταν;

Λ: Αυτό που ρωτάω και τον Στέφανο όταν διαβάζω κάτι που έγραψε: Πού τα σκέφτεσαι όλα αυτά; Τι έχεις μέσα στο κεφάλι σου, άνθρωπέ μου;

Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να μείνει στον θεατή;

Σ: Ότι όλοι έχουμε κάποια ευθύνη για την έκβαση των πραγμάτων. Η στάση μας, όσα λέμε και κάνουμε, αλλά και όσα δεν λέμε ή δεν κάνουμε έχουν αντίκτυπο και επηρεάζουν τους γύρω μας και φυσικά και εμάς τους ίδιους. 

Θεωρείτε ότι η κοινωνία σήμερα είναι πιο ανεκτική ή απλώς πιο «διακριτική» στις προκαταλήψεις της;

Λ: Δεν μπορώ να πω ψέματα: καθόλου ανεκτική δεν είναι. Ούτε καν «διακριτική». Αν δεις πόσες ρατσιστικές, πατριαρχικές, ομοφοβικές, σεξιστικές αντιλήψεις κυκλοφορούν σε σχόλια σε Facebook, Instagram, TikTok κλπ. δεν μπορείς παρά να είσαι απαισιόδοξος για το πού πάμε ως κοινωνία. Πιστεύω οδεύουμε σε μια φάση όπου όχι μόνο δεν ντρεπόμαστε για τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που έχουμε, αλλά αντίθετα τις κάνουμε σημαία, θεωρώντας πως «αυτή είναι η γνώμη μου και οφείλεις να τη σέβεσαι». Μόνο που μια γνώμη που στερεί βασικά δικαιώματα από οποιονδήποτε και βασίζεται στην κατηγοριοποίηση των ανθρώπων, μοιράζοντας δικαιώματα κατά περίπτωση και υπό συνθήκες και όχι καθολικά, δεν είναι γνώμη. Είναι φασισμός.

photo: Παναγιώτης Γιαννούτσος / taph team

Ποιον ρόλο παίζει η οικογένεια στην ιστορία και ποιον ρόλο παίζει στη σημερινή κοινωνία για το θέμα της αποδοχής;

Λ: Η ιστορία της νουβέλας και της παράστασής μας έχει ως πυρήνα της μια οικογένεια ή, για να ακριβολογούμε, έναν οίκο, τον οίκο ντ’ Ερουβίλ. Το επισημαίνω γιατί είναι έντονο το στοιχείο της συνέχειας του ονόματος αυτής της οικογένειας, του βάρους να διαιωνιστούν η εξουσία, ο πλούτος, οι τίτλοι. Μέσα στο πλαίσιο αυτό η καταπίεση είναι αναπόφευκτη, οι ρόλοι προκαθορισμένοι, οι απαιτήσεις ασφυκτικές. Αν θεωρήσουμε πως η οικογένεια είναι ο πυρήνας της κοινωνίας, δεν έχει βαρύτητα το πώς δημιουργείται αυτή η οικογένεια; 

Σ: Όταν κάποιος παντρεύεται και κάνει παιδιά απλώς και μόνο γιατί η κοινωνία το επιβάλει, σημαίνει πως και ο ίδιος αυτός άνθρωπος θα επιβάλει στα παιδιά του τις κοινωνικές απαιτήσεις, τα «πρέπει» που έχει ενστερνιστεί χωρίς να τα έχει επεξεργαστεί. Επομένως, αν το παιδί του επιλέξει κάτι έξω από αυτά τα «πρέπει», έξω από τα καθορισμένα πρότυπα, είναι σχεδόν αδύνατον να νιώσει αποδεκτό από την ίδια του την οικογένεια ακόμη και άρα και από την υπόλοιπη κοινωνία. 

Μπορεί ένα λογοτεχνικό έργο 200 ετών να δώσει απαντήσεις σε σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα;

Σ: Κάτι που αφορά το σήμερα δεν είναι απαραίτητα σημερινό. Όπως κάτι που είναι σημερινό δεν αφορά απαραίτητα τη σύγχρονη ζωή και τα σημερινά κοινωνικά προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο πως καταπιανόμαστε ακόμη με έργα όπως αυτά του Σοφοκλή, του Σέξπιρ, του Ίψεν. Οι ανάγκες, τα πάθη, τα υπαρξιακά ερωτήματα είναι διαχρονικά. Όταν μάλιστα προσεγγίζονται από συγγραφείς ή γενικώς καλλιτέχνες που βλέπουν βαθιά μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, όπως ο Μπαλζάκ, τότε δεν γίνεται να μην αφορούν και τη σύγχρονη κοινωνία.

Δουλέψατε μαζί στη σκηνοθεσία. Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στο ανέβασμα του έργου;

Σ: Μια πρόκληση ήταν σίγουρα το ότι και οι δύο παίζουμε και σκηνοθετούμε. Ωστόσο, από τη μια μεριά συνεργαζόμαστε χρόνια, με αποτέλεσμα να έχουμε βρει τους κώδικές μας και τους τρόπους να υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο μέσω της πολύ καλής οργάνωσης και της σωστής κατανομής της δουλειάς. Από την άλλη μεριά, δουλεύοντας πολλούς μήνες πάνω στη διασκευή, είχαμε πριν καν αρχίσουν οι πρόβες καταλήξει στον τρόπο που θα σκηνοθετήσουμε την παράσταση, καθώς και στο ποιοι συνεργάτες ταιριάζουν στο να γίνει πράξη το συγκεκριμένο όραμα. Οπότε από πολύ νωρίς είχε στρωθεί ο δρόμος πάνω στον οποίο βάδισαν οι πρόβες και η παράσταση.

photo: Παναγιώτης Γιαννούτσος / taph team

Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε ένα σκηνοθετικό στοιχείο που δίνει τον τόνο στην παράσταση, ποιο θα ήταν;

Λ: Σίγουρα θα ξεχώριζα ένα στοιχείο που μπήκε από πολύ νωρίς, από τη διασκευή ακόμη: τις Μοίρες. Οι πρωταγωνιστές αυτής της παράστασης -οι αφηγητές αν θέλεις- είναι ένας Χορός, μια ομάδα πλασμάτων που εμείς ονομάσαμε «Μοίρες», μιας και συνδέουν το τότε με το τώρα, αφηγούμενες αυτήν τη συγκινητική ιστορία και υπενθυμίζοντας στον σημερινό θεατή πως όλα όσα παρακολουθεί δεν είναι τόσο μακρινά όσο νομίζει.  

Μπορείτε να περιγράψετε την παράσταση με τρεις λέξεις;

Λ: Ένταση – Καταστροφή – Αγνότητα 

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας μετά από αυτή τη συνεργασία;

Λ: Από 11 Οκτωβρίου θα παίζω για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά στην παράσταση για παιδιά προσχολικής ηλικίας «Ηλίας, ο πρώτος γάτος χορευτής της γατοϊστορίας» σε κείμενο του Στέφανου και σκηνοθεσία του ίδιου και της Νάντιας Δαλκυριάδου στο Θέατρο Άβατον. Μια παράσταση που έχει αγαπηθεί πολύ και είμαι πολύ χαρούμενος που συνεχίζει με τόση επιτυχία μέσα στα χρόνια. Και φυσικά ανυπομονώ για την πρεμιέρα μας στις 3 Νοεμβρίου στο Θέατρο Arroyo για το «Καταραμένο παιδί».

Σ: Και εγώ ως συγγραφέας και ένας εκ των σκηνοθετών χαίρομαι πάρα πολύ που ο «Ηλίας» αρχίζει και φέτος τις παραστάσεις του και για όλη την αγάπη που λαμβάνουμε για την παράσταση αυτή! Παράλληλα, θα παίζω στην παράσταση για εφήβους «Το κύμα» στο Θέατρο Λαμπέτη σε σκηνοθεσία και διασκευή του Νικορέστη Χανιωτάκη. Μαζί με αυτά, πραγματικά, δεν βλέπω την ώρα να μοιραστούμε με όλους σας την ιστορία του «Καταραμένου παιδιού»!

Μπορείτε να φτιάξετε μια playlist που κατά τη γνώμη σας, μπορούν εκφράσουν την παράσταση;

ΛάζαροςΣτέφανος: Ιδού….