Skip to main content

Κάπου ανάμεσα στο Νέο Κόσμο και την καθημερινή μας δυσθυμία, μια μηχανή σταματάει δίπλα σ’ ένα αυτοκίνητο. Δύο άγνωστοι κοιτιούνται όχι σαν άνθρωποι αλλά σαν ηλεκτρικά καλώδια έτοιμα να σπινθηρίσουν. Μία κουβέντα, ένα βλέμμα, μια κίνηση μισού δευτερολέπτου και γίνεται ό,τι γίνεται: καβγάς, καταδίωξη, μπουνιές, εκρήξεις θυμού… και στο τέλος ένας άνθρωπος νεκρός. Ένα στιγμιαίο λάθος, μια ακαριαία οργή, ένα έγκλημα. Και μαζί η απόδειξη ότι στην Αθήνα δεν έχουμε κυκλοφορία. Έχουμε νεύρα σε τέσσερις τροχούς, πνιγμένα μέσα σε χιλιάδες κινητήρες που βράζουν περισσότερο από εμάς. Αν θες να καταλάβεις την ψυχολογία μιας πόλης, παρατήρησε πώς οδηγεί. Η Αθήνα οδηγεί σαν να περνάει συλλογικό burnout. Αλλά εδώ, έχουμε κάτι άλλο. Έχουμε μια πόλη όπου ο δρόμος έγινε ο καλύτερος ψυχολόγος, ο πιο φτηνός ψυχίατρος και ο χειρότερος φίλος. Ο δρόμος μάς ακούει όταν δεν μας ακούει κανείς άλλος, και ακριβώς γι’ αυτό εκτονωνόμαστε επάνω του. Γιατί έχουμε τόσα νεύρα; Σου προτείνω ένα μικρό κοινωνικο-ψυχολογικό κουίζ:

Ζεις σε μια πόλη που λειτουργεί σαν escape room με διπλοπαρκαρισμένα.

Κάθε μέρα. Πίεση χρόνου, στενότητα χώρου, κακό οδικό περιβάλλον, καμία προβλεψιμότητα.
Στην ουσία οδηγούμε μέσα σε ένα τεράστιο πείραμα αστικής δυσφορίας. Σε αυτή την πόλη, κανείς δεν πηγαίνει κάπου, όλοι ξεφεύγουν από κάπου.

Είσαι φορτωμένος ήδη πριν βάλεις μπρος.

Ενοίκια, λογαριασμοί, δουλειές που τρέχουν, αφεντικά που φωνάζουν, μια χώρα που ζει ανάμεσα σε ακρίβεια και κλιμακούμενη παράνοια. Ο δρόμος είναι η μοναδική στιγμή όπου νιώθεις, ή τουλάχιστον νομίζεις, ότι έχεις έλεγχο. Και φυσικά, όταν κάτι ή κάποιος στον δρόμο, σου τον στερεί, η αντίδραση έρχεται υπερβολικά. Δεν θυμώνεις με τον οδηγό. Θυμώνεις με τη ζωή που σε στρίμωξε.

Ο οδηγός γίνεται προέκταση του εγώ.

Όλα είναι υπερπροσωπικά:
«Με έκλεισες.»
«Με προσπέρασες.»
«Με αγνόησες.»
Το αυτοκίνητο δεν είναι εργαλείο, είναι κοστούμι ταυτότητας. Το μηχανάκι δεν είναι μεταφορικό μέσο, είναι άγγελος εκδίκησης. Το SUV δεν είναι όχημα, είναι πύργος κυριαρχίας με ζάντες αλουμινίου. Κι έτσι δεν οδηγούμε γύρω από άλλους. Οδηγούμε γύρω από απειλές.

Ο νευροβιολογικός μηχανισμός του θυμού ενεργοποιείται χαμηλά, αλλά σκάει ψηλά.

Όταν κάποιος «μας κάνει κάτι» στην οδήγηση, ο εγκέφαλος ενεργοποιεί το σύστημα μάχης ή φυγής. Αυτό συνέβαινε όταν κυνηγούσαμε λύκους. Τώρα συμβαίνει όταν μας κορνάρει ένα Yaris. Το αστείο είναι ότι ο θυμός στον δρόμο δεν είναι ενσυνείδητος. Είναι αντανακλαστικός. Το τρομακτικό είναι ότι μερικές φορές είναι ανεξέλεγκτος.

Και υπάρχει πάντα το κοινωνικό άλλοθι: “Έλα μωρέ, δρόμος είναι.”

Όμως δεν είναι έτσι. Στο περιστατικό του Νέου Κόσμου, δεν είχαμε απλώς έναν καβγά. Είχαμε δύο ανθρώπους που κουβαλούσαν ο καθένας την δική του πίεση, και μια στιγμή που λειτούργησε σαν σπίρτο σε κλειστό χώρο. Ένα «κλείσιμο» της μηχανής, μια έκρηξη εγωισμού, μια βρισιά, μια φυγή, μια επιστροφή. Μία αλληλουχία που δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε συμβεί, αλλά που μπορούμε όλοι μας να καταλάβουμε πόσο εύκολα ξεκινά. Το πώς τελειώνει, όμως, το έδειξε το συμβάν: άτσαλα, βίαια, τραγικά.

Το κυκλοφοριακό είναι η ψυχιατρική της πόλης.

Αν έβαζες έναν ψυχίατρο στη μέση μιας διασταύρωσης της Κηφισίας, θα σου έλεγε ότι μέσα σε 30 λεπτά βλέπει όλα τα βασικά συμπτώματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας: αδυναμία διαχείρισης θυμού, έλλειψη ορίων, υπερεκτίμηση του εαυτού, έλλειψη εμπιστοσύνης στον «άλλον», ανάγκη για κυριαρχία, φόβο ότι κάποιος «θα μας πάρει τη σειρά». Και φυσικά το αγαπημένο: «Μη μου πεις τι να κάνω». Η ψυχολογία του ελληνικού δρόμου είναι μια άτυπη επιβεβαίωση ότι είμαστε κοινωνία με τα νεύρα απέξω και την ενσυναίσθηση μέσα στο ντουλαπάκι.

Ο δρόμος, τελικά, δεν είναι άσφαλτος. Είναι καθρέφτης.

Στο πρόσωπο του οδηγού που μας κορνάρει, δεν βλέπουμε αυτόν. Βλέπουμε τους φόβους μας, τις ματαιώσεις μας, τα αδιέξοδά μας. Στο μηχανάκι που πετάγεται από δεξιά, δεν βλέπουμε ένα όχημα. Βλέπουμε το άγχος της καθυστέρησης, τον φόβο της απόλυσης, τον πανικό ότι είμαστε για άλλη μια μέρα πίσω. Στο SUV που μας κάνει shadowing, δεν βλέπουμε έναν άγνωστο. Βλέπουμε τον ανταγωνισμό που θεωρούμε ότι μας κυνηγά. Και στην οργή που βγαίνει από εμάς, βλέπουμε, αν τολμήσουμε, την αλήθεια: Δεν νευριάζουμε στον δρόμο. Νευριάζουμε παντού. Ο δρόμος απλώς μας ξεμπροστιάζει.

Κάθε φορά που κορνάρουμε χωρίς λόγο, κάθε φορά που το «ρε φίλε» γίνεται «άντε γα…», κάθε φορά που το στρες από τη δουλειά το μετατρέπουμε σε επιθετικότητα στο φανάρι, κάθε φορά που νιώθουμε πανίσχυροι πίσω από το τιμόνι, βάζουμε ένα λιθαράκι σε μια πόλη πιο επικίνδυνη, πιο νευρική, πιο εξουθενωμένη.
Το περιστατικό στον Νέο Κόσμο δεν είναι η «εξαίρεση». Είναι το ακραίο άκρο του ίδιου φάσματος όπου όλοι κινούμαστε , οι μεν στις λέξεις, οι δε στα μπινελίκια, άλλοι στα φρένα, και κάποιοι, δυστυχώς, στο έγκλημα.
Και αν δεν αλλάξουμε κάτι, θα ξανασυμβεί. Όχι σε αυτή την ένταση, όχι έτσι, αλλά με κάποιον άλλο τρόπο που θα μας σοκάρει το ίδιο. Η πόλη βράζει και ο δρόμος είναι το καπάκι που τρίζει. Κι αν δεν το σηκώσουμε λίγο, θα σκάσει στα χέρια μας. Η Αθήνα δεν είναι πόλη με δρόμους. Είναι πόλη με συναισθηματικές νάρκες.
Και το μόνο που χρειαζόμαστε για να τις πατήσουμε…είναι ένα δευτερόλεπτο νεύρα.