Η Μαρκέλλα Γιαννάτου είναι ένα κορίτσι που χαίρεσαι να το ακούς να μιλάει. Χαίρεσαι γιατί είναι αυθόρμητη, ειλικρινής, με χιούμορ, με πάθος αλλά και διαύγεια σκέψης για όσα την απασχολούν. Αυτή την περίοδο παίζει στην παράσταση «Πριν ανοίξουμε φτερά» στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, σε σκηνοθεσία Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, μαζί με τους Δημήτρη Καταλειφό, Ζωή Ρηγοπούλου, Φιόνα Γεωργιάδη, Σαράντο Γεωγλερή και Ντίνα Αβαγιανού. Επιπλέον, μόλις σκηνοθέτησε την πρώτη της ταινία μικρού μήκους, σε δική της ιδέα και σενάριο του Ιωσήφ Βαρδάκη. Βρεθήκαμε για να μιλήσουμε για όσα κάνει, τη διαδρομή της μέχρι τώρα, αλλά και όσα θα ήθελε να έρθουν.
Μου τηλεφώνησε η Άννα Μαρία Παπαχαράλαμπους που σκηνοθετεί την παράσταση «Πριν ανοίξουμε φτερά» και με οποία δεν είχε τύχει να συνεργαστούμε μέχρι τώρα. Η Άννα Μαρία είναι ένας πολύ δυναμικός άνθρωπος, σε όλους τους τομείς, κι όταν μου έστειλε το κείμενο ήμουν ήδη θετικά διακείμενη. Μου άρεσε αυτό που διάβασα. Δεν είναι ένα εύκολο κείμενο αλλά είναι ένα τρυφερό έργο. Πρόκειται για την ιστορία ενός ηλικιωμένου ζευγαριού το οποίο βιώνει τη φθορά του χρόνου και την απώλεια σε διάφορους τομείς. Έχουν δύο κόρες που καλούνται να ανταπεξέλθουν σε όσα συμβαίνουν κι εγώ υποδύομαι την μεγαλύτερη. Το εύρημα του συγγραφέα Florian Zeller είναι ότι αφήνει ρευστό ποιος από το ζευγάρι έχει πεθάνει και ποιος ζει με άνοια. Ίσως γιατί θέλει να δείξει πώς σε έναν ανοιακό τελικού σταδίου πολλοί συμπεριφέρονται σαν να είναι νεκρός.
Στην παράσταση, ως κόρη καλούμαι να τακτοποιήσω κάποιες σημειώσεις και ημερολογιακές καταχωρίσεις του πατέρα μου. Μέσα από τη αυτή τη διαδικασία τον ανακαλύπτω ως άνθρωπο πέρα από τον γονεϊκό του ρόλο. Αυτό που συμβαίνει με τους γονείς μας είναι ότι δεν μπορούμε καν να σκεφτούμε ότι είχαν μια ζωή πριν έρθουμε εμείς στον κόσμο. Θεωρώ ότι πάντα υπάρχει ένα ναρκισσιστικό στοιχείο στην ιδιότητα του παιδιού γιατί οτιδήποτε δεν αφορά το ίδιο αλλά μόνο τον γονιό του προκαλεί πρόβλημα στη διαχείριση. Ακόμη και μια απλή πληροφορία, για παράδειγμα ένα μακρινό ταξίδι που έκανε ο μπαμπάς στα νιάτα του, γεμίζει το παιδί απορίες και γεννά μια ανάγκη για διευκρινίσεις. Νομίζω ότι αυτό που μας ταρακουνάει ως προς τους γονείς μας είναι η αίσθηση ότι τους ανθρώπους που ξέρουμε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο ίσως τελικά δεν τους γνωρίζουμε τόσο καλά όσο πιστεύαμε. Αυτό είναι αλήθεια αλλά πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχτείς ότι οι γονείς είχαν και έχουν μια πραγματικότητα πέρα από τη γονεϊκότητα.

Δεν μπορώ να μείνω απολύτως ανεπηρέαστη από έναν ρόλο που υποδύομαι αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κουβαλάω σπίτι μου όσα βιώνω στη δουλειά μου. Θα ήθελα όμως ο επόμενος ρόλος μου να είναι σε κωμωδία, να ξαλαφρώσω λιγάκι. Γενικά, μου αρέσει να υπάρχουν εναλλαγές στους ρόλους που αναλαμβάνω αλλά θα ήθελα να είχα κάνει περισσότερη κωμωδία· δεν μου έχει δοθεί η ευκαιρία δυστυχώς. Υπάρχει ένα στερεότυπο που αφορά και τη ζωή, όχι μόνο τη δουλειά μας, και συμπυκνώνεται στο ότι οι γυναίκες δεν χρειάζεται να είμαστε αστείες. Μη σου πω ότι έχουν πρόβλημα όταν οι γυναίκες διαθέτουμε χιούμορ, οριακά δεν πρέπει να είναι αστείες. Μας θέλουν να είμαστε όλες φαμ φατάλ.
Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κέρκυρα. Ως παιδί που ζούσα σε μια πόλη της περιφέρειας είχα το προνόμιο μιας μεγαλύτερης ελευθερίας. Θυμάμαι δηλαδή ότι παίζαμε έξω και γυρνούσα σπίτι όταν άναβε το φως στην κολώνα της ΔΕΗ. Δεν μπορώ να διανοηθώ κάτι αντίστοιχο να γίνεται τώρα με την κόρη μου, εδώ στην Αθήνα.
Στην Κέρκυρα το να κάνει ένα παιδί μαθήματα μουσικής ή χορού είναι κάτι τόσο συνηθισμένο όσο το να κάνει αγγλικά. Από τις πιο αγαπημένες μου εικόνες στο νησί είναι όταν βλέπω στον δρόμο ένα μηχανάκι με πειραγμένη εξάτμιση και πάνω δυο ανθρώπους με ένα όμποε, για παράδειγμα. Θα αναρωτιέται κανείς πώς συνάδουν αυτά τα δύο. Ε, στην Κέρκυρα αυτή η εικόνα βγάζει νόημα. Αυτή η αντίφαση με γοήτευε από μικρή, παρότι τότε δεν μπορούσα να την καταλάβω.
«Στην Ελλάδα οι ηθοποιοί δεν έχουν ατζέντηδες -που ίσως δεν παίζει σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα- που σημαίνει ότι εμείς πρέπει να διαπραγματευτούμε για τα οικονομικά μας και για το συμβόλαιό μας.»
Έκανα μπαλέτο και έχω κρατήσει φίλες ζωής από τα χρόνια της σχολής χορού. Περνούσαμε τόσες ώρες εκεί και μεγαλώσαμε μαζί από παιδάκια, δηλαδή από τριών χρονών μέχρι που τελειώσαμε το λύκειο ήμασταν καθημερινά στη σχολή για πέντε-έξι ώρες. Χάρη στον χορό έμαθα την έννοια της πειθαρχίας. Ευτυχώς πήρα αυτή τη βάση από πολύ νωρίς και μάλιστα δεν την εισέπραξα ως κάτι τόσο δύσκολο και σκληρό. Και λέω ευτυχώς γιατί η πειθαρχία χρειάζεται σε όλες τις δουλειές και στη δική μας ίσως λίγο παραπάνω. Επίσης, έκανα και στίβο μικρή γιατί κι αυτό είναι συνηθισμένο στην Κέρκυρα.
Με το που τελείωσα το σχολείο ήρθα στην Αθήνα. Χάρηκα πολύ γιατί εδώ δεν με ήξερε κανείς. Ένα από τα αρνητικά μιας μικρής κοινωνίας είναι ότι εάν δεν θυμάσαι τι έκανες εχθές είναι ότι πας σε ένα café και ακούς από τους άλλους τι έκανες. Είχα ανάγκη να νιώσω ότι είμαι ανεξάρτητη και πως κανείς δεν με σχολιάζει. Αισθανόμουν ότι είχα πάρει τη ζωή μου στα χέρια μου και πως έκανα αυτό που ήθελα αφού φοιτούσα σε δραματική σχολή.
Πήγα στη Ρώμη για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Ήμουν τόσο αφοσιωμένη στη σχολή μου -Φιλοσοφική με κατεύθυνση Σινεμά, Θεάτρου και Χορού- που ενώ έζησα τέσσερα χρόνια εκεί βγήκα ελάχιστες φορές έξω βράδυ. Ήμουν ακραία φυτό, διάβαζα συνεχώς και γι’ αυτό δεν την ξέρω τη Ρώμη τόσο καλά. Παράλληλα, έκανα μαθήματα υποκριτικής κινηματογράφου αλλά εκτός πανεπιστημίου. Μου αρέσει πάρα πολύ το σινεμά, θα ήθελα να κάνω περισσότερες ταινίες.


Το πρώτο διάστημα στη Ρώμη ένιωθα ότι δεν τα βγάλω πέρα γιατί είχα κάνει ιταλικά μόνο κάποιους μήνες πριν φύγω για έξω και η σχολή, ως φιλοσοφική κιόλας, ήταν πολύ απαιτητική, ειδικά ως προς τη γλώσσα. Θυμάμαι μάλιστα πως κάποια στιγμή ένιωσα τόσο απογοητευμένη που μιλώντας με τον πατέρα μου στο τηλέφωνο του είπα ότι θα επιστρέψω στην Ελλάδα γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω. Πολύ ήρεμα μου απάντησε ότι δεν πειράζει και πως δεν είναι υποχρεωτικό να μείνω στη Ρώμη για να τελειώσω. Αυτή η αντίδρασή του πατέρα μου με έκανε να χαλαρώσω και έτσι μετά από λίγο μιλούσα ιταλικά λες και ζούσα εκεί για πολλά χρόνια.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν στην ταινία «Μετεωρίτες» του Γιάννη Μαυρογένη το 2004, πριν ακόμη τελειώσω με τις σπουδές. 15 Ιουλίου πήρα πτυχίο, 17 Ιουλίου είχα fitting για μια καθημερινή τηλεοπτική σειρά, με τίτλο «Έρωτας». Εν τω μεταξύ είχα πάρει υποτροφία για ένα μεταπτυχιακό στη Ρώμη και με προέτρεπαν οι γονείς μου να συνεχίσω αλλά εγώ ήθελα να είμαι ηθοποιός και επειδή δεν ήξερα αν και πότε θα μου ξαναδινόταν η ευκαιρία δέχτηκα τον ρόλο στην τηλεόραση. Τότε όμως είπα στον εαυτό μου ότι κάποια στιγμή θα κάνω ένα μεταπτυχιακό και όντως το έκανα. Το κατάφερα πέρσι στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών, εδώ στην Αθήνα, με κατεύθυνση δραματουργία παράστασης.

Όταν είσαι στη δραματική σχολή κανείς δεν σου μιλάει για κάποια πράγματα που είναι κομμάτι της δουλειάς μας. Όταν ξεκίνησα με τον πρώτο μου ρόλο στην τηλεόραση, ξυπνούσα χαράματα για να πάω με το μηχανάκι μου από το Παγκράτι -που έμενα τότε- στα Σπάτα που γινόταν το γύρισμα. Έφτανα εκεί περίπου 7:30 και ξεκινούσε επιτόπου η διαδικασία του μακιγιάζ, του ισιώματος του μαλλιού και κυρίως το fitting των ρούχων που κρατάει ώρες. Είναι κάτι που ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα πρέπει να κάνω ως ηθοποιός, είχα στον νου μου μόνο ρόλους και την προετοιμασία τους. Καλό όμως είναι κάποιος να μας μιλάει και γι’ αυτά, για να είμαστε προετοιμασμένοι. Όπως και για το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι ηθοποιοί δεν έχουν ατζέντηδες -που ίσως δεν παίζει σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα- που σημαίνει ότι εμείς πρέπει να διαπραγματευτούμε για τα οικονομικά μας και για το συμβόλαιό μας. Προσωπικά, μετά από κάτι πολύ άσχημο που είχε συμβεί, συνεργάζομαι με ένα δικηγόρο που αναλαμβάνει αυτό το κομμάτι γιατί είναι ο μόνος τρόπος να νιώσω ασφάλεια. Το να έχεις όμως έναν άνθρωπο για το νομικό και οικονομικό κομμάτι συνεπάγεται ένα κόστος που ένας ηθοποιός που μόλις ξεκινάει πιθανότατα δεν μπορεί να καλύψει.
Πιο μικρή θεωρούσα ότι η δουλειά μου είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο και μάλιστα απορούσα αν κάποιος άλλος δεν το έβλεπε έτσι, λες και ήμουν χειρουργός ανοιχτής καρδιάς. Τότε λοιπόν η δουλειά μου ήταν η απόλυτή μου προτεραιότητα, χωρίς δεύτερη συζήτηση. Τώρα πια δεν τη βλέπω τόσο σοβαρά με την έννοια ότι τη προσεγγίζω με λιγότερο φόβο αλλά με περισσότερη ελευθερία ως προς τη δημιουργικότητά. Κατάλαβα ότι ο κόσμος δεν κρέμεται από το πόσο καλά θα παίξουμε έναν ρόλο. Μακάρι όμως να τον παίξουμε καλά γιατί ίσως έτσι βάλουμε κι εμείς το λιθαράκι μας.
Μετά το #metoo παίρνουμε μεγαλύτερη χαρά από τη δουλειά μας. Πιο πριν, πολλές φορές ήταν σαν μαρτύριο, πηγαίναμε φοβισμένες, δεν μιλάγαμε για όσα μας ενοχλούσαν. Νομίζω ότι τα πράγματα έχουν μπει σε έναν δρόμο πολύ πιο σοβαρό πια και επιτέλους θυμηθήκαμε ότι επιλέξαμε να είμαστε ηθοποιοί για να αντλούμε χαρά από τη δουλειά μας.
Photo: Παναγιώτης Γιαννούτσος / taph team
*Η φωτογράφιση έγινε στο District Athens. Το μακιγιάζ της Μαρκέλλας Γιαννάτου επιμελήθηκε η Κάλλυ Πολυζοπούλου.
Info
«Πριν ανοίξουμε φτερά»
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206



